Επί τρεις δεκαετίες μετά την ιδρυτική της Ε.Ε. συνθήκη του Μάαστριχτ, η άσκηση νεοφιλελεύθερων και περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών, η ανυπαρξία κοινής βιομηχανικής και τεχνολογικής πολιτικής και η υιοθέτηση ενός κοινού αναπτυξιακού μοντέλου για τα κράτη μέλη που στηρίζεται στις εξαγωγές και τον περιορισμό του εργατικού κόστους, οδήγησαν την ευρωπαϊκή και τις εθνικές οικονομίες σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και συσσώρευσης του κεφαλαίου, σε αποβιομηχάνιση και χρηματιστικοποίηση, σε απώλεια τεχνολογικής υπεροχής, απομείωση εργασιακών δικαιωμάτων και κοινωνικών παροχών, αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου και των πλουσίων και διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Ο αναπτυξιακός «αυτοχειριασμός» της Ε.Ε. έφτασε στο απόγειό του με τη συνταγή της λιτότητας που η Γερμανία με τους συμμάχους της επέβαλαν στο σύνολο τω κρατών μελών κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008 και με ιδιαίτερη σφοδρότητα στον ευρωπαϊκό Νότο.
Σήμερα, τρία χρόνια μετά τη λήξη της πανδημίας του Covid-19 και δυόμιση μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η ΕΕ είναι η μεγάλη χαμένη των γεωπολιτικών, τεχνολογικών, ενεργειακών και οικονομικών διεθνών εξελίξεων και απειλείται με περιθωριοποίηση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Το ευρωπαϊκό αναπτυξιακό μοντέλο βρίσκεται σε αδιέξοδο και οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ έχουν πλήρη επίγνωση. Η γερμανική οικονομική ατμομηχανή βρίσκεται εκτός λειτουργίας, οι ευρωπαϊκές οικονομίες είναι καθηλωμένες, οι κοινωνίες διαιρεμένες και οι πολίτες ατενίζουν με ανασφάλεια το μέλλον και είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην ικανότητα της Ε.Ε. να δίνει λύσεις στα προβλήματά τους ή και εχθρικοί απέναντί της.
Απέναντι στον ευρωσκεπτικισμό και στην αποδυνάμωση της Ε.Ε. που επιδιώκουν, με διαφορετικές αποχρώσεις, οι δυνάμεις της άκρας δεξιάς, οι μεταρρυθμιστικές δεξιές και κεντροαριστερές ελίτ προβάλλουν την ανάγκη μεγαλύτερης εμβάθυνσης της ενοποίησης της Ε.Ε. (κοινές πολιτικές) στους τομείς της βιομηχανικής, τεχνολογικής και αμυντικής πολιτικής, ώστε αυτή να αποκτήσει στρατηγική αυτονομία έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας.
Ο Λέτα στην πρόσφατη έκθεσή του και ο Ντράγκι σε αλλεπάλληλες δηλώσεις του ορίζουν το αναπτυξιακό αδιέξοδο της Ε.Ε. ως πρόβλημα μειωμένης ανταγωνιστικότητας, τεχνολογικής υστέρησης και χαμηλής παραγωγικότητας. Στο επίκεντρο των προτάσεών τους είναι η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η δημιουργία ευρωπαϊκών εταιρειών μεγάλης κλίμακας σε στρατηγικούς τομείς (τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, υγεία, υψηλή τεχνολογία), η ένωση αγορών κεφαλαίου, η από κοινού εξασφάλιση κρίσιμων πόρων και εισροών, καθώς και η εγγύηση παροχής δημόσιων αγαθών σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Αναμφίβολα η μεταστροφή του Ντράγκι και οι δηλώσεις του ότι η μακροχρόνια πολιτική λιτότητας, η μείωση των μισθών και ο εσωτερικός ανταγωνισμός στην ΕΕ έβλαψαν την αναπτυξιακή της δυναμική αποτελούν θετικό σημείο εκκίνησης της συζήτησης. Ωστόσο, τόσο οι προτάσεις Λέτα όσο και αυτές του Ντράγκι είναι μονομερώς προσανατολισμένες στις ανάγκες μετασχηματισμού του ευρωπαϊκού καπιταλισμού μέσω της επέκτασης της αρμοδιότητας παρέμβασης της Ε.Ε. σε νέους τομείς.
Δεν τους απασχολεί καθόλου (Ντράγκι) ή επιφανειακά (Λέτα) το κοινωνικό αδιέξοδο που έχει δημιουργήσει το τρέχον αναπτυξιακό μοντέλο. Γι’ αυτό δεν προτείνουν τίποτα για την (ανα)διανομή του εισοδήματος, την ενίσχυση των εργασιακών δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτος, τη φορολόγηση του πλούτου και των πολυεθνικών επιχειρήσεων, που οδηγούν σε μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, οι οποίες επηρεάζουν τόσο την δίκαιη διανομή των ωφελειών της ανάπτυξης όσο και τους ρυθμούς της τελευταίας.
Κυρίως, βέβαια, αναγορεύουν και οι δύο την ενίσχυση της ευρωπαϊκής πολεμικής βιομηχανίας σε αναπτυξιακό μοχλό μέσω της πρότασης δημιουργίας μιας «κοινής αγοράς άμυνας». Ο Λέτα μάλιστα εντάσσει την ενίσχυση αυτή στη λογική της στρατηγικής αντιπαλότητας με τη Ρωσία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και στο πλευρό οι ΗΠΑ. Όμως, δεδομένου ότι οι τελευταίες επιδιώκουν να σύρουν την Ευρώπη σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο με την Ρωσία και την Κίνα, μια ενδεχόμενη επικράτηση των φιλοαντλαντικών κρατών-μελών στις σχετικές αποφάσεις της Ε.Ε. θα ωθήσει σε μια κούρσα εξοπλισμών και στην περαιτέρω άνοδο των εξοπλιστικών δαπανών, εις βάρος των συμφερόντων των ευρωπαϊκών λαών για ειρήνη και ευημερία.
Σήμερα, πολλές φιλοπόλεμες κυβερνήσεις της Ε.Ε. τάσσονται υπέρ της κλιμάκωσης της εμπλοκής των κρατών τους στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, υποτιμώντας το ενδεχόμενο επέκτασης του πολέμου. Αντίθετα, πολλές δυνάμεις της ευρωπαϊκής αριστεράς, μεταξύ των οποίων και η Νέα Αριστερά στην Ελλάδα, καλούν την Ε.Ε. να αναλάβει πρωτοβουλία για κατάπαυση του πυρός και ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, επιδιώκοντας να καταστεί η Ε.Ε. δύναμη ειρήνης και σταθερότητας στην ήπειρο και διεθνώς.
Εντέλει, σ’ αυτό το κρίσιμο για την Ε.Ε. σταυροδρόμι, οι απαντήσεις στο αναπτυξιακό της αδιέξοδο θα είναι, όπως πάντα, πολιτικές. Έχουν να κάνουν με την εμβάθυνση ή όχι της ενοποίησης και σε ποιους τομείς, τον προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής (δημοσιονομική λιτότητα/ επέκταση, εναρμόνιση φορολογίας, ίδιοι πόροι, βιομηχανική και τεχνολογική πολιτική) και το είδος του προωθούμενου «κοινωνικού συμβολαίου» που θα περιθωριοποιήσει ή θα ενσωματώσει τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας και, ευρύτερα, τα λαϊκά συμφέροντα. Ιδιαίτερη όμως βαρύτητα θα έχουν οι πολιτικές επιλογές ως προς τη θέση της Ε.Ε. στους εντεινόμενους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, που βάζουν ξανά σήμερα την ανθρωπότητα μπροστά στον κίνδυνο παγκόσμιων συρράξεων, επιπλέον της απειλής μιας κλιματικής καταστροφής.
Η ψήφος στις ευρωεκλογές είναι αυτή που θα καθορίσει τους πολιτικούς συσχετισμούς και τις αντίστοιχες πολιτικές επιλογές.
* Καθ. Παντείου Πανεπιστημίου, τ. πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ, υποψήφια ευρωβουλεύτρια της Νέας Αριστεράς.