Είσαι 17-18 χρονών, οι ορμόνες κάνουν πάρτι, είσαι τελειόφοιτος ΕΠΑΛ, ΕΠΑΛ βεβαίως, βεβαίως, και σου ζητούν να γράψεις μια ομιλία (200-250 λέξεις) που θα εκφωνήσεις στο σχολείο στο πλαίσιο ημερίδας για τη φιλαναγνωσία, στην οποία θα παρουσιάζεις την αξία του βιβλίου για τον άνθρωπο.
Το λες, στη γλώσσα της εποχής, και τρολιά. Αν απαντούσες λοξά, τι θα έβγαζε η ψαριά; Αντί να αραδιάσεις τα αναμενόμενα, γιατί να μη σκαλίσεις 200 λέξεις για τη μη ανάγνωση, ώστε να είσαι κι εντάξει με του κόσμου την αξιακή τάξη;
Ζούμε σε μια χώρα, που αυτός που έχει τη συνήθεια να διαβάζει αντιμετωπίζεται σαν μισότρελος και σίγουρα σαν προβληματικός. Και εσύ θα πεις στους συνομηλίκους σου να βρουν στα βιβλία το φως; Πόσο εκτός, όταν όλα γύρω προστάζουν να μείνεις αδιάβαστος μέσα σε έναν τροχό, κυνηγώντας την ουρά σου για ένα μισθό.
Με το που σκάει καλοκαίρι πόσοι σκέφτονται ποιο ή ποια βιβλία θα πάρουν μαζί τους στις διακοπές, όταν κάνουν «σχέσεις» με εφαρμογές;
Ένα – δύο βιβλία παρά θίν’ αλός, με ίχνη άμμου, αντηλιακού και έναν τσαλακωμένο σελιδοδείκτη δεν είναι θρίαμβος, αλλά δεν είναι και λόγος μελαγχολίας.
Γιατί να μένουμε σε μελαγχολικές σκέψεις, όταν ακόμη και συγγραφείς θεωρούν ότι το να διαβάζεις είναι σαν να ανοίγεις την πόρτα σου σε μια ορδή ρέμπελων (Βιρτζίνια Γουλφ) και πως μερικοί διαβάζουν, επειδή βαριούνται να σκεφτούν (Τζορτζ Μπέρναρντ Σο);
Αυτό το τελευταίο κάλλιστα μπορούν να το επικαλεστούν όσοι βουτάνε λίγο το ποδαράκι στις απέραντες θάλασσες της γνώσης. «Διαβάζουμε λίγο, γιατί σκεφτόμαστε πολύ»…
Σκέφτομαι κι άλλες βολικές δικαιολογίες. Το χρόνο, για παράδειγμα. Είμαστε χρονοπένητες, τρομακτικά και τραγικά, αλλά είναι ο τόνος ενός αήττητου ήλιου που μας χτυπά. Μπορεί το κλίμα να βλάπτει σοβαρά τη φιλαναγνωσία; Το εκμαυλιστικό φως αφήνει ελάχιστο χώρο στη μοναξιά που απαιτεί η ανάγνωση, στη μελαγχολία της σκέψης, στη θλίψη, «το σκοτεινό θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η γνώση».
Τώρα, που γνωρίζετε, αγαπητοί μου, αποφασίζετε. Ανοίγετε ή τα βιβλία κλείνετε.