Γίνονται εκλογές. Η καταμέτρηση των ψήφων αναδεικνύει πρώτη δύναμη την αποχή με ποσοστό 70%. Θέλετε 80%, δεν θα τα χαλάσουμε. Ο Σαραμάγκου (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1998) στο «Περί φωτίσεως» αυτά τα ποσοστά φαντάζεται, αλλά υπέρ του λευκού. Μια «λευκή επανάσταση» των πολιτών.
Και τώρα τι θα κάνουν οι πολιτικοί, θα μείνουν άνεργοι; Τι θα κάνουν τα κόμματα, χωρίς «νομιμοποίηση»; Θα πουν ότι οι ψηφοφόροι προτίμησαν να πάνε στις παραλίες ή στην εξοχή αντί να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, θα πουν ότι η αδιαφορία δεν είναι θέση, θα πουν ότι συσσωρεύτηκε κούραση, καθώς μέσα σε 13 μήνες οι πολίτες έχουν ψηφίσει σε δύο βουλευτικές και αυτοδιοικητικές κάλπες, θα πουν… θα πουν, μα 21 ευρωβουλευτές θα βγουν.
Οι ζεστές σφίγγουν, προτού οι κάλπες ανοίξουν. Μα, δεν είναι η θερμοκρασία και η χαλάρωση, καθώς όλα είναι γνωστά, εκτός από τα ποσοστά, που στέλνουν τους πολίτες «μακριά από τα κουκιά». Ο παππούς Πυθαγόρας με το «κυάµων απέχεσθαι» μάς έβαλε σπαζοκεφαλιά.
Στην Ελλάδα καταγράφονται παραδοσιακά από τα μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής στις ευρωεκλογές. Σε σχέση µε τις υπόλοιπες χώρες. Το 1981, τι πόθος για την ΕΟΚ, τι πάθος, το 81,48% μπήκε στο παραβάν. Συνεχίζεται η δεκαετία με ποσοστά που έχουν το «8» μπροστά. Το 1984 80,59% και το 1989 80,03%. Η επόμενη δεκαετία είναι του «7», το 1994 73,18%, το 1999 70,25% κι ύστερα αρχίζουν τα πτωτικά. Το 2004 63,22%, το 2009 52,61%, ενώ το 2014, µε το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής συνολικά στην Ευρώπη (42,61%), στη χώρα µας καταγράφεται ενίσχυση της συμμετοχής στο 59,97%. Για άλλους λόγους, βέβαια, εσωτερικούς.
Καλά, και το 2019 η χώρα πήγε δυνατά (58,69%), όταν οι ευρωεκλογές πραγματοποιήθηκαν μαζί με τον α’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών.
Στου Ιούνη τις εννιά, κάποιοι μετρούν ποσοστά αποχής με το «5» μπροστά, μα τα κόμματα άλλο τα καίει πραγματικά. Από ποια «δεξαμενή» θα τροφοδοτηθεί αυτή, για να γίνει το παιχνίδι της στατιστικής.