Διαβάζω για το σκάνδαλο με το μολυσμένο αίμα στη Βρετανία, το οποίο στοίχισε τη ζωή σε σχεδόν 3.000 ανθρώπους από τη δεκαετία του ’70 μέχρι και τις αρχές του ’90.
Κουκουλώθηκε για χρόνους πολλούς, χιλιάδες ίσως δεν έμαθαν ποτέ ότι μολύνθηκαν, αλλά κι όσοι το έμαθαν αόρατοι ένιωθαν, οι φάκελοι στο υπουργείο Υγείας καταστράφηκαν εσκεμμένα, τα θύματα στιγματισμένα, στο έλεος αφημένα και διαδοχικές κυβερνήσεις να υπερασπίζονται ρούχα σκισμένα.
Η συγκάλυψη ήταν εξοργιστική, σκανδαλώδης. Δεν ήταν απλώς «μία μακρά λίστα αποτυχιών». Οι αποτυχίες, τα ιατρικά λάθη, η άγνοια αντέχονται.
Όταν αντιμετώπιζαν, όμως, παιδιά με αναπηρία ως «αντικείμενα έρευνας» ήταν επιλογή.
Όταν γνώριζαν τους κίνδυνους μόλυνσης από ηπατίτιδα και HIV και συνέχιζαν στην ίδια γραμμή, ήταν επιλογή.
Όταν δεν απέσυραν τα προϊόντα αίματος, ενώ εκφράστηκαν αμφιβολίες για την ποιότητά τους, ήταν επιλογή.
Όταν δεν μείωσαν τις εισαγωγές αίματος από τις ΗΠΑ, που δεν ελέγχονταν επαρκώς, ήταν επιλογή.
Δεν μίλησε κανείς; Και τι να πει; Αυτό που και οι κότες ξέρουν και μόνο μουλάρια καμώνονται πως δεν ξέρουν; Ήταν πολιτική επιλογή, που δεν μπορεί πίσω από ατομική ευθύνη να κρυφτεί.
Όπως πολιτική επιλογή είναι και το γεγονός ότι το αίμα ήταν και είναι μεγάλη μπίζνα στην Αμερική.
Τότε, Αμερικανοί προμηθευτές πλήρωναν τους αιμοδότες, μεταξύ αυτών φυλακισμένους και μέλη ομάδων υψηλού κινδύνου.
Τριάντα χρόνια μετά, τέσσερις είναι οι μεγάλοι παίκτες στον χώρο συλλογής αίματος, ιδιαίτερα του πλάσματος, και οι δότες αποζημιώνονται. Η δεοντολογία; Μύλος που γυρίζει και τον κάθε Δον Κιχώτη αποκεφαλίζει ή σαν τουρίστας σε ελληνική ακτή κοκκινίζει.
Η αποδοχή ζαλίζει. Η αποδοχή όντων-προϊόντων. «Τα κέντρα πλάσματος διαφημίζουν 900 δολάρια για τον πρώτο μήνα που δίνετε πλάσμα», είπε προ διετίας στο CNBC υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. «Εν συνεχεία, η τιμή μειώνεται. Συνήθως οι άνθρωποι μπορούν να βγάζουν 30 – 50 δολάρια κάθε φορά που πηγαίνουν».
Δεν χρειάζεται να μαντέψετε ποιοι πηγαίνουν. Έτσι, οι ΗΠΑ προμηθεύουν το 70% του παγκόσμιου πλάσματος.