Πολύς λόγος γίνεται εδώ και μήνες για το πώς, πότε και πόσο θα μπορούσαν να μειωθούν οι τιμές στα τρόφιμα και εν γένει στα αγαθά καθημερινής ανάγκης.
Πέρα, ωστόσο, από κάθε τοποθέτηση, αν όντως επιθυμούμε να είμαστε ακριβείς και κυρίως να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι μειώσεις τιμών δεν αναμένονται. «Ό,τι ανεβαίνει, δεν κατεβαίνει» αναφέρουν χαρακτηριστικά τα στελέχη της αγοράς, που γνωρίζουν καλύτερα απ’ όλους πώς τιμολογούνται τα προϊόντα.
Εφόσον αποδεχθούμε τη σκληρή αυτή συνθήκη, το μόνο στο οποίο απομένει να ελπίζουμε είναι η μείωση του πληθωρισμού και κάθε φορά -κάθε χρόνο- να προσθέτουμε στις προηγούμενες αυξήσεις (βλέπε ανατιμήσεις) την επόμενη. Το κόστος ζωής σαφώς και θα συνεχίσει να ακριβαίνει. Εξάλλου, όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, όσο η ζήτηση θα είναι αυξημένη, τόσο οι τιμές θα πιέζονται ανοδικά.
Μειώσεις τιμών που θα προκαλούσαν αρνητικό πληθωρισμό θα μπορούσαμε να είχαμε μόνο υπό εξαιρετικά δυσμενείς συγκυρίες -εθνικές ή διεθνείς-, ενδεχόμενο που φυσικά όλοι απευχόμαστε.
Τώρα, αν κάτι επιβάλλεται, είναι η διαμόρφωση μιας ισόρροπης σχέσης μεταξύ των αυξημένων τιμών και των αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις. Η συνεχής απώλεια αγοραστικής δύναμης μόνο προβλήματα μπορεί να προκαλέσει και μάλιστα σαφώς βαρύτερα απ’ αυτά που συνήθως προκαλεί η αύξηση του πληθωρισμού.
Λαμβάνοντας, πάντως, σοβαρά υπόψη ότι διεθνώς το κλίμα δεν ευνοεί τον περαιτέρω περιορισμό του πληθωρισμού, θα ήταν φρόνιμο να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε και οι τιμές να συγκρατηθούν και οι μισθοί να ακολουθήσουν τη γενικότερη εξέλιξη του κόστους ζωής. Στο μεταξύ, καλοδεχούμενη η όποια παρέμβαση αποφασιστεί σε κοινοτικό επίπεδο, αν αποφασιστεί, μετά την επιστολή του πρωθυπουργού στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.