Η ιδέα μοιάζει εξαιρετική: Η ΔΥΠΑ δημιούργησε την σχετική πλατφόρμα και προσφέρεται η ευκαιρία σε εργοδότες και επίδοξους εργαζόμενους, στους τομείς του τουρισμού και της εστίασης, να συμφωνήσουν και να «δώσουν τα χέρια». Έτσι, εκτιμάται ότι θα καλυφθούν κάποιες από τις κενές θέσεις εργασίας στον κλάδο, που ανέρχονται έως 80.000, αν ασπαστούμε τις εκτιμήσεις των συνδικαλιστών.
Πρόκειται για πιλοτική προσπάθεια, που αν όλα πάνε καλά, θα επεκταθεί και σε άλλους τομείς της Οικονομίας. Άλλωστε, το πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας, είναι ευρύ και καλύπτει σχεδόν το σύνολο του επιχειρείν της χώρας.
Σε μια πρώτη ανάγνωση, αν θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε για κάτι το υπουργείο Εργασίας, είναι μάλλον ότι άργησε η συγκεκριμένη πρωτοβουλία. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να είχε πραγματοποιηθεί 2-3 μήνες νωρίτερα!
Όμως ίσως υπάρχουν και κάποια άλλα, πιο «θολά» σημεία, που αξίζουν της προσοχής μας. Από την πρώτη μέρα γνωστοποίησης της συγκεκριμένης διαδικτυακής προσπάθειας, με την κωδική ονομασία “JOBmatch”, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων αντέδρασαν. Έκαναν λόγο για παρέμβαση «στους όρους αμοιβής και εργασίας του Τουρισμού και Επισιτισμού», για ενδεχόμενη «συμφωνία μέσω ατομικής σύμβασης, παρακάμπτοντας τη συλλογική σύμβαση, τους θεσμικούς όρους και τα επιδόματα». Με βάση τα ανωτέρω, εύλογα ζητήθηκε να αποσυρθεί η εν λόγω πλατφόρμα.
Από κοντά και ο ΣΥΡΙΖΑ στην κριτική που ασκείται στο υπουργείο Εργασίας, με ευθείες αναφορές για «απορρύθμιση εργατικής νομοθεσίας», «ελαστικοποίηση όρων εργασίας» και «περικοπής εργασιακών δικαιωμάτων».
Προφανώς και η λέξη «έλεγχος» κρύβεται πίσω από όλες αυτές τις αντιδράσεις. Όσο απουσιάζει ο άμεσος και αποδοτικός έλεγχος, τόσο τέτοιες πρωτοβουλίες θα δημιουργούν ενδοιασμό και αμφιβολίες. Οι αγαθές προθέσεις μπορεί να υπάρχουν, αλλά μετά από μια 15αετία ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας, μάλλον δεν πείθουν κανέναν. Όταν η ανεργία ήταν στο 27%, τότε σαφώς και η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκε σχεδόν αποκλειστικά στην πλευρά της εργοδοσίας. Τώρα, με την ανεργία στα επίπεδα του 10%, τα δεδομένα έχουν αλλάξει.
Οι εργαζόμενοι θέλουν καλύτερες αμοιβές και ταυτόχρονα, διεκδικούν ανθρώπινα ωράρια απασχόλησης. Ο κίνδυνος να μπλέξουν σε «εργασιακή γαλέρα», λειτουργεί αποτρεπτικά. Πόσο μάλλον όταν οι μισθοί δεν είναι τέτοιοι, ώστε να μπορούν να αντιπαρατεθούν με αξιώσεις απέναντι στο «τέρας της ακρίβειας».
Οι κανόνες του παιχνιδιού πρέπει να είναι ξεκάθαροι από την πρώτη στιγμή. Η ΔΥΠΑ, όσο και αν έχει τις καλύτερες των προθέσεων, οφείλει να περιφρουρήσει το συγκεκριμένο project, θέτοντας τους κανόνες. Η διασφάλιση των αμοιβών και της Κλαδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη. Όπου εντοπίζονται διαφορετικές «δεύτερες σκέψεις», θα πρέπει οι συμβάσεις που θα υπογράφονται να ακυρώνονται και οι επιχειρήσεις να αποκλείονται από την συγκεκριμένη πλατφόρμα. Σκοπός της διαδικασίας πρέπει να είναι η κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας, με όρους αξιοπρέπειας, όχι με όρους υποτέλειας.
Μόνο έτσι θα ανακτηθεί η χαμένη αξιοπιστία σε ένα μέρος του ελληνικού επιχειρείν, σε σχέση με τους εργαζόμενους που προσελκύει. Μόνο έτσι, η ΔΥΠΑ (τ. ΟΑΕΔ) θα κερδίσει πόντους στην έξωθεν καλή μαρτυρία της. Μόνο έτσι, θα καλυφθεί ένα μέρος από το έλλειμμα εμπιστοσύνης που έχει παγιωθεί στην αγορά εργασίας τα τελευταία 15 έτη, τουλάχιστον. Και αυτό πρέπει να αλλάξει αμέσως, αν θέλει η χώρα να καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης, με υγιείς εργασιακές συνθήκες. Ευθύνη της Κυβέρνησης και της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας, είναι να δημιουργήσει το πλαίσιο εκείνο, ώστε να αναπτυχθεί ξανά μια σχέση αμοιβαίας συνύπαρξης, ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους. Όσο δεν το κάνει, τόσο αυτές οι πρωτοβουλίες θα δημιουργούν εύλογο φόβο και προβληματισμό. Και το έλλειμμα εμπιστοσύνης θα διογκώνεται.