Με τον ιντριγκαδόρικο τίτλο «Θέλετε να κάνετε νέους φίλους; Πόσα χρήματα έχετε;», η Wall Street Journal μας εξηγούσε σε χθεσινό ρεπορτάζ της πόσο ακριβό «σπορ» είναι σήμερα οι φιλίες. Δεν ήταν ένα click-bait θέμα, ούτε ένα άρθρο με διάθεση υπερβολής. Άτομα διαφόρων ηλικιών εξηγούσαν πόσα χρήματα πρέπει να ξοδέψουν τον μήνα για να γνωρίσουν νέους φίλους και πολύ περισσότερο για να τους κρατήσουν.
Γιατί στην εποχή του ακριβού χρήματος, καμία πτυχή της ζωής μας δεν μένει ανεπηρέαστη από το κύμα ακρίβειας που σαρώνει τα πάντα. Όταν παρακολουθούμε τους γενικούς δείκτες τιμών, δεν παρακολουθούμε μόνο αριθμούς. Βλέπουμε πόσο ακόμη θα πιέσουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό τα τρόφιμα, οι λογαριασμοί, τα μαθήματα και οι δραστηριότητες των παιδιών, οι συναντήσεις με φίλους. Όλα τα στοιχεία που έρχονται στο φως τον τελευταίο μήνα, μας στέλνουν το ίδιο μήνυμα. Η μάχη κατά του υψηλού πληθωρισμού δεν έχει κερδηθεί ακόμη. Οι ανατιμήσεις συνεχίζονται (ακόμη και εάν αποκλιμακώνονται) από τα είδη πρώτης ανάγκης έως εκείνα που έχουν να κάνουν με το ευ ζην.
Και σε περίπτωση που δεν το είχαμε καταλάβει, έρχονται να μας το πουν και οι κεντρικοί τραπεζίτες. Ο ένας μετά τον άλλο χαμηλώνουν τον πήχυ των προσδοκιών για μειώσεις επιτοκίων, αφού από τη μία ο πληθωρισμός δεν επιστρέφει στον στόχο, που έχουν θέσει, και από την άλλη κατανάλωση, ανάπτυξη και αγορά εργασίας αποδεικνύονται πιο ανθεκτικά από ό,τι υπολόγιζαν. Η ΕΚΤ ετοιμάζεται για μια μικρή μείωση των επιτοκίων τον Ιούνιο (25 μονάδων βάσης), αλλά η Γερμανίδα Ίζαμπελ Σνάμπελ, έσπευσε να διαμηνύσει πως δεύτερη μείωση τον Ιούλιο «δεν δικαιολογείται». Και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεν αποκλείεται να δούμε τον Τζερόμ Πάουελ να περιμένει για το πρώτο βήμα του μετά το καλοκαίρι.
Ακόμη και μετά τις προσδοκώμενες μειώσεις, όμως, τα επιτόκια θα παραμένουν σε επίπεδα κατά πολύ υψηλότερα από εκείνα που είχαμε για πάνω από μία δεκαετία έως και τα μέσα του 2022. Το ακριβό χρήμα δεν είναι «φίλος» κανενός. Αλλά ήρθε για να μείνει.