Στις προεκλογικές περιόδους, συνήθως ακούμε υποσχέσεις που ηχούν ευχάριστα και μας γεμίζουν προσδοκίες.
Όταν όμως τα μηνύματα δεν είναι τόσο ευχάριστα ή είναι μπερδεμένα, τότε αρχίζουμε να προβληματιζόμαστε ή να ανησυχούμε.
Σήμερα η Ελλάδα, που έχει βγει από την εποπτεία της τρόικας, εξακολουθεί να φέρει τη βαριά κληρονομιά των υψηλών φορολογικών συντελεστών, που πιέζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ένας φόρος που εκτοξεύτηκε στα χρόνια των μνημονίων είναι ο ΦΠΑ, ο κανονικός συντελεστής του οποίου από το 19% που ήταν το 2010 έχει σκαρφαλώσει στο 24% από το 2016 και έκτοτε παραμένει εκεί, παρά τις υποσχέσεις για τη μείωσή του.
Το 24% φέρνει την Ελλάδα στην ομάδα των χωρών με τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στην Ε.Ε., όπου στη σχετική λίστα προηγούνται η Ουγγαρία με 27%, η Κροατία, η Δανία και η Σουηδία με 25% και ακολουθούν η Ελλάδα με τη Φινλανδία με 24%.
Λόγω των εκτάκτων (που τείνουν να μονιμοποιηθούν) συνθηκών που δημιούργησε ο υψηλός πληθωρισμός, η μείωση του ΦΠΑ θα ήταν ένα καλό ανάχωμα στην ακρίβεια, εφόσον μπορούσε να διασφαλιστεί ότι η μείωση θα έφτανε στον καταναλωτή. Η κυβέρνηση απορρίπτει τη μείωση του ΦΠΑ ως μέσο ανάσχεσης των ανατιμήσεων, αναγνωρίζοντας την αδυναμία των μηχανισμών εποπτείας και ελέγχου της αγοράς να επιβλέψουν τη μείωση και των τελικών τιμών.
Χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφερόμενος στον ΦΠΑ, δεν έστειλε καθόλου αισιόδοξα μηνύματα. «Μακάρι να φτάσουμε στο σημείο να έχουμε τόσο ισχυρά δημόσια οικονομικά που να μας επιτρέπεται -από τα δημόσια οικονομικά, όχι από την Ευρώπη- να μπορέσουμε να αρχίσουμε να μειώνουμε και τον ΦΠΑ, αλλά δεν είναι κάτι το οποίο θα γίνει άμεσα» είπε.
Ήδη, όμως, τα δημοσιονομικά της χώρας είναι ισχυρά, καθώς ο προϋπολογισμός παράγει υπερέσοδα και υπερπλεονάσματα και η μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ, από τα μνημονιακά επίπεδα, εφόσον υπάρχει διάθεση, θα μπορούσε να είχε ήδη γίνει.
Γιατί δεν γίνεται; Επειδή, ο βασικός μοχλός των υπερεσόδων είναι ο ίδιος ο ΦΠΑ.