Η εξαήμερη εργασία ήρθε για να μείνει. Μπορεί επίσημα το υπουργείο Εργασίας, δια του αρμόδιου υφυπουργού, Πάνου Τσακλόγλου να τονίζει ότι «δεν πρόκειται για ένα μέτρο γενικευμένο», αλλά και ότι αφορά «κλάδους συνεχούς ροής ή κλάδους όπου υπάρχει μια έκτακτη ανάγκη», αλλά η πραγματικότητα δεν αλλάζει: Πρόκειται για μια ξεκάθαρη εντατικοποίηση της απασχόλησης, που σε κάποιες περιπτώσεις θα λύσει προβλήματα, ίσως όμως σε άλλες να δημιουργήσει ακόμα περισσότερα.
Προφανώς οι χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας που διαπιστώνονται σε μια σειρά από κλάδους της οικονομίας «δίνουν τον τόνο». Ο κ. Τσακλόγλου, σε πρόσφατη συνέντευξή του επιβεβαίωσε ότι «παρατηρούνται μεγάλες ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, όπως ο αγροτικός τομέας, ο τουρισμός και κάποια κομμάτια της μεταποίησης.» Ο τουρισμός εξαιρέθηκε από την εξαήμερη απασχόληση, όχι όμως οι υπόλοιποι κλάδοι. Άρα, εάν διαπιστωθεί «έκτακτη ανάγκη» σε μια βιοτεχνία μεταποίησης, μπορεί ο εργοδότης να προχωρήσει μονομερώς σε επιβολή εξαήμερης απασχόλησης. Το αντίτιμο βέβαια είναι 40% πάνω από το καθορισμένο ημερομίσθιο, αλλά μάλλον αυτό δεν θα πρέπει να προβληματίζει την επιχείρηση, όταν θα έχει αντιμετωπίσει εν πολλοίς τον κίνδυνο να μειωθεί η παραγωγή της, λόγω έλλειψης εργατικών χεριών. Οι υφιστάμενοι εργαζόμενοι θα καλύψουν το κενό, άρα η κανονικότητα δεν διαταράχθηκε.
Βέβαια, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ενός εργατικού ατυχήματος, λόγω κόπωσης από την υπερεργασία. Αλλά πάλι αυτό θα πρέπει να αποδειχθεί. Εκεί είναι τέτοιο το θεσμικό πλαίσιο, που πολλές φορές είναι δύσκολο έως αδύνατο να αποδειχθεί στην πράξη ότι ένα εργατικό ατύχημα είναι… εργατικό ατύχημα. Γι’ αυτό εξάλλου η καταγραφή από την πλευρά της Ομοσπονδίας των εργαζομένων (ΟΣΕΤΕΕ), έβγαλε 182 εργατικά ατυχήματα για το 2023, αλλά το υπουργείο Εργασίας, αποδέχεται ότι τελικά ήταν μόλις 46, δηλαδή αισθητά λιγότερα!
Η προσπάθεια να κρυβόμαστε (ως κοινωνία) πίσω από το δάχτυλό μας, συχνά είναι μάταιη. Όσο και αν θέλουμε να αποφύγουμε να αντιπαρατεθούμε με την επιλογή της εξαήμερης απασχόλησης, οι χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε διαφορετικά. Το αντίτιμο θα πληρωθεί και μάλιστα σε σκληρό νόμισμα. Η Πολιτεία που θεσμοθέτησε τις σχετικές διατάξεις, προφανώς και διέγνωσε ένα πρόβλημα και θέλησε να το λύσει με το συγκεκριμένο τρόπο. Εάν αυτός ο τρόπος θέτει ζητήματα υγείας και ασφάλειας στην αγορά εργασίας, θα φανεί εκ του αποτελέσματος.
Δεν μπορούμε όμως να αντιστρέψουμε την ίδια την «κοινή λογική» για να στηριχθεί μια πολιτική επιλογή. Δεν γίνεται η Πολιτεία να παρέχει το δικαίωμα της επιβολής περισσότερου χρόνος εργασίας και να μην θεωρούμε πιθανό (αν όχι δεδομένο) ότι θα ακολουθήσει η αύξηση των εργατικών ατυχημάτων. Δεν είναι ζήτημα καταγραφής, δηλαδή τι αποδεχόμαστε ως εργατικό ατύχημα και τι όχι. Είναι ζήτημα ουσίας.
Ειδικά όταν έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας, για να καλυφθούν οι χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας, στους μετακλητούς εργαζόμενους από τρίτες χώρες, τότε τίθεται και ένα ευρύτερο ζήτημα αξιοπρέπειας. Μιλάμε για πολίτες που επιλέγουν να αλλάξουν χώρα, ώστε να βρουν έναν μισθό. Μάλλον έχουν ανάγκη τα χρήματα, για να προβούν σε μια τέτοια επιλογή. Αν αναγκαστούν, νόμιμα, να δουλεύουν έξι ημέρες την εβδομάδα, οι αντοχές τους θα δοκιμαστούν ακόμα περισσότερο, άρα και η υγεία τους.
Αποτελεί τεράστιο ερωτηματικό, πώς οι πολίτες τρίτων χωρών θα επιλέξουν την Ελλάδα για να πετύχουν το συνδυασμό του αξιοπρεπούς μισθού και των αντίστοιχων συνθηκών διαβίωσης. Εκτός εάν πιστεύουμε ότι με μισθούς λίγο πάνω από τον κατώτατο, χωρίς Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και με εξαήμερη απασχόληση, θα «κάνουν ουρές» οι μετακλητοί για να έρθουν στη χώρα! Τότε η «κοινή λογική» θα έχει πάει περίπατο.