Είναι φανερό, ότι η αποδοτικότητα της λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών έχει φτάσει προ πολλού στα όριά της. Τα στοιχεία είναι αμείλικτα και δυστυχώς εις βάρος του κοινού μας μέλλοντος. Όταν μόλις προ δεκαετίας η Ευρωπαϊκή Ένωση με τα 450 εκατομμύρια πολίτες της φιγουράριζε στις στατιστικές ως η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη του πλανήτη, σήμερα είναι υποχρεωμένη να κοιτάζει την πλάτη, μάλιστα με μεγάλη απόσταση, τις ΗΠΑ και την Κίνα, οι οποίες δίνουν τον μεταξύ τους αγώνα για την επικράτηση στην παγκόσμια πρωτοκαθεδρία, με την Ευρώπη στο ρόλο μόνο του θεατή. Φαίνεται ότι, ο συντονισμός των εθνικών πολιτικών, οι παρατηρήσεις και ο καθοδηγητικός ρόλος, δεν επαρκούν για να κρατήσει βηματισμό με τους μεγάλους αντιπάλους της, οι οποίοι λειτουργούν λαμβάνοντας αποφάσεις σε χρόνο dt και οι οποίες αναφέρονται σε σημαντικά θέματα, όπως είναι η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών ή οι αναπτυξιακές επιλογές και μάλιστα διαθέτοντας στην φαρέτρα όλα τα μέσα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Στα καθ’ ημάς είναι φανερό ότι υπάρχει ανάγκη, για να αποκτήσει η Ευρώπη παρόμοια δύναμη κρούσης με τους ανταγωνιστές της, να προχωρήσουμε προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, να δοθεί οριστική λύση στην αποδοχή ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος, να υπάρξει κοινή δημοσιονομική πολιτική αλλά και να ολοκληρωθεί η Τραπεζική Ένωση. Σε ότι αφορά την τελευταία, ένα βήμα πιο κοντά, μας φέρνει και η σχεδιαζόμενη Ένωση Κεφαλαιαγορών.
Πλεονεκτήματα μιας Ένωσης Κεφαλαιαγορών
Είναι γεγονός, ότι στην Ευρώπη λειτουργεί εδώ και τρεις δεκαετίες μια ενιαία αγορά με κοινούς κανόνες, τόσο για τη διακίνηση των προϊόντων, όσο και υπηρεσιών. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο με τις κεφαλαιαγορές. Αυτές συνεχίζουν να είναι κατακερματισμένες, να δημιουργούν προβλήματα, αλλά και να μην προσφέρουν τη δυνητική υπεραξία, που θα προέκυπτε από μια καθολική ενσωμάτωση. Το καθεστώς αυτό προσπαθεί από το 2014 η Ευρωπαϊκή Ένωση, αρχής γενομένης με ομιλία του Jean Claude Juncker’s στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες να αλλάξει, με βασικό στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η άμεση προώθηση της μεγάλης αλλαγής στον χρηματοπιστωτικό τομέα καθίσταται πλέον επιτακτική υπό το βάρος της ανάγκης διενέργειας πολύ σημαντικών επενδύσεων για την ψηφιακή και την κλιματική μετάβαση. Κράτη και επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, πέρα από τα σύνορά τους, να αναζητούν πλεονάζουσα ρευστότητα και να δανείζονται με ευκολία και ευνοϊκούς όρους κεφάλαια για την χρηματοδότηση των σχεδίων τους. Σε συνδυασμό μάλιστα με ένα ενιαίο πτωχευτικό δίκαιο, την παροχή της αναγκαίας πληροφόρησης προς όλους τους ενδιαφερόμενους μέσα από ένα μέγα-σύστημα της blockchain τεχνολογίας και άλλων συνοδευτικών, υποστηρικτικών μεταρρυθμίσεων, η Ένωση Κεφαλαιαγορών θα προσφέρει το δυναμισμό που απαιτείται για να συμμετέχει η Ευρώπη με αξιώσεις στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Ταυτόχρονα το περιβάλλον που θα προκύψει, υπόσχεται σταθερότητα και επενδυτική φιλικότητα, που αποτελούν τη βάση για ένα βιώσιμο σύστημα χωρίς κλυδωνισμούς, αλλά και θα συνεισφέρει στην ευημερία του κοινού μας ευρωπαϊκού συνόλου.
Ιδιαίτερη συμβολή αναμένεται να έχει η Ένωση Κεφαλαιαγορών στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού που διαπιστώνεται, κυρίως σε ότι αφορά την χρηματοδότηση των μικρομεσαίων αλλά και των νεοφυών επιχειρήσεων. Η διευκόλυνση δυναμικών μικρών επιχειρήσεων στην ανεύρεση κεφαλαίων, αναγκαίων και ικανών για την ανάπτυξή τους, αλλά και η κάλυψη της τεχνολογικής υστέρησης έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας, είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Μόνο με την κινητοποίηση των 33 τρισεκατομμυρίων Ευρώ αποταμιεύσεων των Ευρωπαίων μπορεί η Ευρώπη να ατενίζει με αισιοδοξία το αναπτυξιακό της μέλλον. Χρειάζεται η συμμετοχή της Κεφαλαιαγοράς στη χρηματοδότηση των νέων αναγκών με την αξιοποίηση των ιδιωτικών κεφαλαίων, αλλάζοντας τους συσχετισμούς που για δεκαετίες παγιώθηκαν στην ευρωπαϊκή αγορά, όπου το 75-80% του δανεισμού των επιχειρήσεων προέρχεται από τις τράπεζες με τα στενά συντηρητικά τους κριτήρια χρηματοδότησης, ενώ μόνο το μικρό υπόλοιπο του 20-25% καλύπτεται από την κεφαλαιαγορά. Ακριβώς το αντίθετο βέβαια ισχύει στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες διαθέτουν την εμπειρία αλλά και την ετοιμότητα για ανάληψη ρίσκου χρηματοδοτώντας μικρότερες εταιρείες με καλές αναπτυξιακές προοπτικές. Άλλωστε, από τις τοποθετήσεις για τη δημιουργία της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, προκύπτει ξεκάθαρα, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί, ότι η επενδυτική υστέρηση της Ευρώπης οφείλεται κατά κύριο λόγο στην τραπεζική κυριαρχία, η οποία εμπόδισε σε μεγάλο βαθμό τη μαζική συμμετοχή των οργανωμένων αγορών στη μέσο- μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Υπονόμευση με χαλάρωση των εποπτικών κανόνων;
Ο στόχος της ενσωμάτωσης των επιμέρους ευρωπαϊκών αγορών σε μία ενωμένη κεφαλαιαγορά, αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια εξαιρετική πρωτοβουλία προς τη σωστή κατεύθυνση, αρκεί να μην χρησιμοποιηθεί από τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα για να ικανοποιηθούν με την ευκαιρία υποβόσκουσες επιθυμίες σχετικές με την απορρύθμιση των αγορών.
Εκπρόσωποι των αγορών και λομπίστες δεν έκρυψαν ποτέ τη δυσαρέσκειά τους για τη συνέχιση των αυστηρών εποπτικών κανόνων που προέκυψαν μετά την τελευταία μεγάλη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Κυρίως εστιάζεται το ενδιαφέρον στην απλοποίηση των σχετικών με τις τιτλοποιήσεις των τραπεζικών δανείων διατάξεων, με στόχο τη μείωση των διακρατούμενων ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων. Πολύ γρήγορα φαίνεται ότι λησμονήθηκε η αιτία που οδήγησε τις αγορές το 2008 στην παρά λίγο κατάρρευση. Όταν οι τράπεζες δημιουργούσαν νέες κινητές αξίες από την τιτλοποίηση των δανείων τους διευρύνοντας τις εργασίες τους και μειώνοντας ταυτόχρονα το ρίσκο από τη διακράτηση, μεταφέροντάς το στις πλάτες των όπου γης επενδυτών. Αυτό έκαναν πριν από την χρηματοπιστωτική κρίση με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια αμερικανικές τράπεζες και αυτό το καθεστώς στοχεύουν να επαναφέρουν οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, σε μια εποχή μάλιστα, όπου η ανάγκη για δημιουργία όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μαξιλαριού ρευστότητας αποδεικνύεται όλο και μεγαλύτερη. Η εμπειρία του Μαρτίου του περασμένου έτους με την εκ νέου κατάρρευση αρκετών αμερικανικών και ελβετικών τραπεζών, των οποίων η διάσωση στοίχισε εκατοντάδες δισεκατομμύρια στους κρατικούς προϋπολογισμούς, θα έπρεπε να ήταν αρκετή, ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη.
Αντί λοιπόν να υπονομεύεται η αναγκαία φυγή προς τα εμπρός με τη δημιουργία μιας ακόμη ενωτικής πρωτοβουλίας για την ευρωπαϊκή οικονομία, θα έπρεπε εκτός από τη διατήρηση των εποπτικών κανόνων που ισχύουν, να προωθηθούν ρυθμίσεις ενίσχυσης των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, αλλά και η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης με την καθολική εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων έως 100.000 ευρώ για όλα τα κράτη της Ευρωζώνης. Αυτές οι κινήσεις θα υπηρετούσαν κατά τον καλύτερο τρόπο το βασικό στόχο και της δημιουργίας της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, που είναι η σταθερότητα του συστήματος.
* Καθηγητής Οικονομικών, τ. πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς