Νέα σελίδα στον ευρωπαϊκό παραλογισμό; Τη στιγμή που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν από φέτος, η Κομισιόν φέρεται να εκκινεί διαδικασίες για υπερβολικές κρατικές δαπάνες κατά 11 κρατών-μελών επειδή παρουσίασαν πέρυσι δημοσιονομικά ελλείμματα υψηλότερα του 3% του ΑΕΠ.
Δηλαδή, θα τιμωρηθούν χώρες που στη διάρκεια του 2023 δαπάνησαν περισσότερα σε μια περίοδο οικονομικής δυσχέρειας που προκάλεσαν τα υψηλά επιτόκια, ο πληθωρισμός, η ενεργειακή αναταραχή και οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της κούρσας εξοπλισμών που έχει ήδη αρχίσει στην Ευρώπη.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει ακόμη ορίσει επακριβώς ποιες αμυντικές δαπάνες θα τυγχάνουν επιεικής μεταχείρισης και ποιες όχι, ενώ, παρά τις διαβεβαιώσεις, κανείς δεν γνωρίζει αν η δημοσιονομική προσαρμογή που θα ορίσει η Κομισιόν το φθινόπωρο θα είναι μικρότερη της αναμενόμενης.
Όλα αυτά συμβαίνουν στην Ευρώπη, την ώρα που ο κίνδυνος ύφεσης παραμένει ζωντανός και οι αγορές πιέζουν για μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ φέτος ώστε να τονωθεί η οικονομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, αγωνία επικρατεί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά και στις Βρυξέλλες, αναφορικά με τα αποτελέσματα των εκλογών για την ανάδειξη της επόμενης Ευρωβουλής, με τη λαϊκή δυσαρέσκεια να φουντώνει και τα κόμματα της άκρας δεξιάς να ενισχύονται δημοσκοπικά, ενώ αρκετές κυβερνήσεις -όπως στη Γαλλία- δηλώνουν πως δεν πρόκειται να αλλάξουν δημοσιονομική πολιτική και να περικόψουν δαπάνες, φοβούμενες πως μια αναθεώρηση του προϋπολογισμού θα τις φέρει σε δύσκολη θέση κοινοβουλευτικά.
Βλέποντας αυτή την κατάσταση να εξελίσσεται και με δεδομένο πως ο κλιμακούμενος εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα θα ασκήσει περισσότερες πιέσεις στην Ευρώπη, αναρωτιέται κανείς πότε οι Ευρωπαίοι θα συνειδητοποιήσουν την ανάγκη να βρουν πειστικές και αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματά τους και να σταματήσουν την πρακτική των συμβιβασμών που αποδυναμώνουν τις αποφάσεις.