Το έργο είναι deja vu, στην ημεδαπή, απλώς οι Financial Times του έδωσαν διεθνή διάσταση.
Με αριθμούς και τεκμήρια παρουσίασαν το «ελληνικό παράδοξο», τη μεγάλη ελληνική αντίφαση: την αντίφαση μιας οικονομίας και μιας χώρας που ανθεί, που οι μακροοικονομικοί δείκτες της την κατατάσσουν στην κορυφή της ευρωπαϊκής κλίμακας ανάπτυξης, αλλά οι πολίτες της είναι φτωχοί. Φτωχότεροι από την προ κρίσης και μνημονίων περίοδο και φτωχότεροι σχεδόν απ’ όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμό όχι μεν εκρηκτικό αλλά πολλαπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, το χρέος μειώνεται, οι αγορές ψηφίζουν Ελλάδα και βλέπουν ευκαιρίες και προοπτική.
Όμως οι Έλληνες, σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ και αγοραστικής δύναμης, είναι οι πιο φτωχοί πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τους Βούλγαρους και, δη, με τάση να τους ξεπεράσουν κι εκείνοι.
Από το 2007 μέχρι σήμερα η ελληνική οικονομία μίκρυνε κατά 19%, ενώ η οικονομία της Ε.Ε. μεγάλωσε κατά 17%. Η αθροιστική υστέρηση φθάνει στο 36%. Οι πραγματικοί μισθοί είναι σήμερα 30% χαμηλότεροι απ’ ό,τι ήταν το 2007.
Οι ανισότητες διευρύνονται, τις μεγαλύτερες απώλειες υφίσταται το φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού και η κοινωνική κινητικότητα μειώνεται.
Είναι το τίμημα των μνημονίων και της δραματικής κρίσης που οι Financial Times παρομοιάζουν με τη Μεγάλη Ύφεση του μεσοπολέμου.
Είναι όμως και το προϊόν της απουσίας νέας, εθνικής στρατηγικής ανάταξης. Και είναι επίσης το μεγάλο διακύβευμα που απουσιάζει εκκωφαντικά από τον προεκλογικό δημόσιο διάλογο. Εκεί, δεσπόζει η σύγκρουση για το ποιος είναι πιο θρήσκος και ποιος πιο πατριώτης…