Μια νέα έρευνα της Eurostat ήρθε να αναδείξει μία ακόμη στρέβλωση και συγχρόνως αντίφαση της ελληνικής αγοράς εργασίας. Η Ελλάδα έχει το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην Ε.Ε. και ταυτόχρονα οι Έλληνες είναι στη δεύτερη θέση, μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων, με προσόντα ανώτερα από τα απαιτούμενα για τις θέσεις απασχόλησής τους. Τα υψηλότερα ποσοστά υπερπροσόντων στην Ε.Ε. καταγράφονται στην Ισπανία (36%), στην Ελλάδα (31%) και στην Κύπρο (30%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στο Λουξεμβούργο (5%), στη Δανία και στην Τσεχία (13%).
Αυτό σημαίνει πως αρκετοί Έλληνες, ενώ έχουν π.χ. διδακτορικό, αναγκάζονται να εργαστούν σε μια θέση που απαιτεί λιγότερα προσόντα, π.χ. πτυχίο ΑΕΙ ή και απολυτήριο λυκείου.
Την ίδια ώρα, καταγράφεται στην εργασιακή αγορά έλλειψη ταλέντων και εξειδικευμένων στελεχών, αρκετοί κλάδοι δεν βρίσκουν εργαζόμενους, ενώ στον πρωτογενή τομέα οι ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό καλύπτονται με προσκλήσεις εργαζόμενων από τρίτες χώρες, παρότι το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα είναι χαμηλό.
Μια επιπλέον αντίφαση είναι η έλλειψη προσωπικού από τη μια και οι 1.000.000 εγγεγραμμένοι άνεργοι στη ΔΥΠΑ.
Οι αντιφάσεις αυτές υπήρχαν, απλώς τα τελευταία χρόνια οξύνθηκαν λόγω του brain drain, που οδήγησε στο εξωτερικό (όπου και παραμένουν) εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, καθώς και της έλλειψης ταλέντων που καταγράφεται σε αρκετούς κλάδους, ειδικά σε όσους ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες.
Οι αιτίες των ανωτέρω στρεβλώσεων αναζητούνται βασικά στην απουσία της σύνδεσης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, την έλλειψη επανακατάρτισης, αλλά και στις συνθήκες απασχόλησης, οι οποίες καθιστούν την ελληνική αγορά εργασίας λιγότερο δελεαστική σε σχέση με αντίστοιχες θέσεις στο εξωτερικό και οδηγούν στο «έλλειμμα» εργαζομένων.
Κάτι πρέπει να γίνει όμως στο ζήτημα της αγοράς εργασίας – και να γίνει άμεσα. Είναι υποχρέωση του υπουργείου Εργασίας, των εργοδοτικών φορέων και των εργατικών συνδικάτων να καθίσουν στο τραπέζι και να βρουν λύσεις, άμεσα, καθώς, λόγω της ταχύτητας εξάπλωσης του AI, οι συνθήκες θα γίνουν πιο πιεστικές, δεν υπάρχει περιθώριο καθυστερήσεων.