Για… αποπροσανατολισμό κάνει λόγο το υπουργείο Εργασίας, αναφορικά με το φλέγον ζήτημα των Συλλογικών Συμβάσεων. Η αρμόδια Υπουργός, Δόμνα Μιχαηλίδου αναφέρεται με επίσημες, δημόσιες τοποθετήσεις, τόσο στην ύπαρξη αυτών των Συμβάσεων, όσο και στη σπουδαιότητά τους.
Άρα, μάλλον οι αιτιάσεις από συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, που στηρίζονται σε στοιχεία της ΕΕ, είναι αβάσιμες. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα μόλις το 25% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, καλύπτεται από κάποιας μορφής Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ), ποσοστό που θα πρέπει να ανέλθει στο 70%, με βάση τις ευρωπαϊκές επιθυμίες, μάλλον αποτελεί… αποπροσανατολιστική πρακτική και όχι πρόβλημα ουσίας.
Βέβαια, ουδόλως απασχολεί την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, το γεγονός ότι ακριβώς αυτή την απώλεια των ΣΣΕ, αξιοποιούν ορισμένοι εργοδότες για να στέλνουν τους μισθούς στα όρια του κατώτατου. Η Ανεξάρτητη Αρχή Επιθεώρησης Εργασίας, φαίνεται ότι εντόπισε το μέγεθος του προβλήματος και ξεκινάει στοχευμένους ελέγχους στο πεδίο των τριετιών (μισθολογικές ωριμάνσεις), αλλά και των βασικών αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα. Προφανώς, είναι τόσες οι καταγγελίες που έχουν γίνει, που πιέζουν την ΑΑΕΕ να παρέμβει. Άραγε, γιατί μια αύξηση αποδοχών, όπως είναι οι τριετίες, που με τόσες τυμπανοκρουσίες διαφημίστηκε από την Κυβέρνηση, δεν «πέρασε» στην αγορά; Μήπως επειδή το θεσμικό πλαίσιο είναι τόσο σαθρό, ώστε να μην μπορούν οι εργαζόμενοι να το αξιοποιήσουν;
Η επέλαση των ατομικών συμβάσεων
Το κυριότερο από τα εμπόδια που υπάρχουν είναι η απουσία των Συλλογικών Συμβάσεων. Είτε μας αρέσει είτε όχι, όσο αυτές οι Συμβάσεις κυριαρχούσαν στην αγορά εργασίας, υπήρχε ένα κατώφλι αμοιβών, που δύσκολα μπορούσαν οι εργοδότες να το παραγκωνίσουν. Την τελευταία 15αετία όμως, με την επέλαση των ατομικών συμβάσεων, ο εργαζόμενος βρέθηκε στη δυσχερή θέση να αμύνεται διαρκώς, ακόμα και για τα απολύτως προφανή, δηλαδή το ύψος των αποδοχών του ή για τις ώρες εργασίας του. Πράγματα, που μια Συλλογική Σύμβαση οφείλει να τα λύνει εν τη γενέση τους.
Τα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος είναι χαρακτηριστικά της κατάστασης που επικρατεί: Το 2023 υπογράφηκαν 203 νέες επιχειρησιακές συμβάσεις, που αφορούν 137.179 μισθωτούς. Από αυτές μόλις οι 59 προέβλεπαν αυξήσεις μισθών! Όλες οι υπόλοιπες υποτίθεται ρύθμιζαν ωράρια απασχόλησης, αλλά για τις απολαβές των εργαζομένων ούτε συζήτηση.
Την ίδια στιγμή, από το σύστημα Εργάνη μαθαίνουμε ότι το 2023, το σύνολο των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα ήταν 2.419.220 άτομα. Άρα είναι χαοτική η διαφορά όσων βρίσκονται εντός κάποιας σύμβασης, έστω και επιχειρησιακής, και εκείνων που παραμένουν δίχως κάλυψη. Πόσο μάλλον αν εστιάσουμε σε εκείνους που είδαν βελτίωση στις αποδοχές τους. Ακόμα και αν προσθέσουμε μερικές Συλλογικές Συμβάσεις που υπογράφηκαν με «κόπο και αίμα» από τα συνδικάτα (πχ επισιτισμός, ξενοδοχεία, τουριστικά καταλύματα, καπνεργάτες, τσιμεντοβιομηχανία και τράπεζες), δύσκολα ξεπερνούν τις 700.000 οι εργαζόμενοι που καλύπτονται από κάποια τέτοια σύμβαση. Άρα πάλι η σύγκριση αποβαίνει σε βάρος των ΣΣΕ.
Μπορεί το Υπουργείο Εργασίας να «πανηγυρίζει» για την συλλογική σύμβαση στις ασφαλιστικές εταιρίες και για την τοπική στα Χανιά, αλλά μάλλον πρόκειται για σταγόνα στον ωκεανό. Όταν υπάρχουν συμβάσεις που καταστρατηγούνται στην πράξη, όταν παρατηρούνται τραγικές καθυστερήσεις στην επέκτασή τους, τότε δεν μπορούμε να περιμένουμε να αλλάξει το κλίμα προς το καλύτερο στην αγορά εργασίας. Για παράδειγμα, η σύμβαση στα Ξενοδοχεία υπάρχει καλύπτει περίπου 120.000 εργαζόμενους. Δεν μπορεί όμως να καλύψει όσους δουλεύουν στον κλάδο των AirBNB, που υπολογίζονται σε τουλάχιστον 20.000 άτομα. Άρα, οι στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας είναι τόσες πολλές που δεν αφήνουν περιθώρια για πανηγυρισμούς.
Στο υπουργείο Εργασίας μπορούν όσο θέλουν να ωραιοποιούν την κατάσταση. Το μικρό αποτύπωμα των Συλλογικών Συμβάσεων στην αγορά όμως, δεν μπορεί να αλλάξει τη συνολική εικόνα, η οποία είναι ξεκάθαρα αρνητική. Ο αποπροσανατολισμός από τον στόχο, δεν βοηθάει. Και ο στόχος είναι να αυξηθούν άμεσα οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, ώστε να στηριχθεί το εισόδημα των εργαζομένων. Η δημιουργία μιας πλασματικής εικόνας, μπορεί να αποφέρει εφήμερα οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα, έχει αρνητικό αποτέλεσμα.