Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου θα θυμάται για πάντα τη νύχτα της 13ης Απριλίου. Όχι μόνο γιατί η χώρα του δέχθηκε – για πρώτη φορά – μία απευθείας επίθεση στο έδαφός της από το Ιράν. Ούτε τόσο γιατί πέτυχε με τη βοήθεια συμμάχων της Δύσης, αλλά και των Αράβων να την αποκρούσει σε ποσοστό 99%. Αλλά γιατί το θεοκρατικό καθεστώς του έδωσε το… φιλί της ζωής.
Αν ρωτούσες πολιτικούς αναλυτές και διεθνολόγους πριν από μία εβδομάδα για το μέλλον του Ισραηλινού πρωθυπουργού, θα το χαρακτήριζαν τουλάχιστον «θολό». Οι εικόνες απόλυτης καταστροφής, πλήρους εξαθλίωσης και λιμού στη Γάζα, οι πάνω από 33.000 νεκροί, ανάμεσα τους χιλιάδες παιδιά, το εμμονικό «όχι» στην κατάπαυση πυρός και το επίμονο «ναι» σε χερσαία επέμβαση στη Γάζα, δεν είχαν αφήσει κανέναν στο πλευρό του. Σύσσωμη η διεθνής κοινότητα είχε βάλει την κυβέρνηση Νετανιάχου στην απομόνωση. Και σε προσωπικό επίπεδο οι σχέσεις του με τον Αμερικανό πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, ήταν χειρότερες από ποτέ.
Αλλά μία εβδομάδα στη διεθνή πολιτική σκηνή, αρκεί για να ανατρέψει τα πάντα. Η Δύση είδε ένα θεοκρατικό καθεστώς να εξαπολύει πάνω από 300 πυραύλους και φορτωμένα με εκρηκτικά drones και η καταδίκη δεν θα μπορούσε παρά να είναι ομόθυμη. Η μία μετά την άλλη οι χώρες εξέφρασαν τη στήριξή τους στον λαό του Ισραήλ, αλλά και στον ηγέτη του. Και μπορεί να πιέζουν τον Μπίμπι για αυτοσυγκράτηση και μία απάντηση που δεν θα οδηγήσει σε περιφερειακή σύρραξη, αλλά δεν τον έχουν πια στην άκρη.
Μπροστά στη λάμψη των ιρανικών πυραύλων, όλα τα άλλα έσβησαν. Και η άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα και οι ακροδεξιές φωνές στους κόλπους της κυβέρνησής του και η κατακραυγή, που πυροδότησε το σχέδιό του για τη Ράφα. Ο Νετανιάχου είναι πάλι εδώ και το οφείλει… στους αγιατολάδες.