ΦΕΤΟΣ συμπληρώνονται 14 χρόνια από την ένταξη της χώρας στα μνημόνια και 6 από την έξοδο (τυπικά), αλλά είναι σαν να μη βγήκαμε ποτέ. Αν εξαιρέσουμε τη διακοπή των επισκέψεων της τρόικας, με τον δραματικό χαρακτήρα που προσλάμβαναν κάθε φορά, πρακτικά ελάχιστα άλλαξαν.
Η ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ευμάρεια, με τα υπερπλεονάσματα που απολαμβάνουν και διαχειρίζονται οι υπουργοί Οικονομικών από το 2018 και εφεξής, διανέμοντας επιδόματα, οφείλεται αποκλειστικά στα μέτρα που έχουν επιβληθεί κατά τις περιόδους των μνημονίων και παρότι η χώρα έχει εξέλθει από την εποπτεία, τα μνημονιακά μέτρα ρίζωσαν.
ΑΝ ΕΙΧΕ επιστρέψει στην κανονικότητα η φορολογική πολιτική, δεν θα υπήρχαν υπερέσοδα τα οποία στηρίζονται σε μνημονιακές παρεμβάσεις, όπως π.χ. ο ΕΝΦΙΑ, το τέλος επιτηδεύματος και οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ.
ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΗΡΧΕ κανένα υπερέσοδο εάν καταργούνταν ο ΕΝΦΙΑ, που αποδίδει στα κρατικά ταμεία περί τα 2,3 δισ. ευρώ κάθε χρόνο.
ΘΑ ΗΤΑΝ εφιάλτης για τους χαράκτες της δημοσιονομικής πολιτικής η επαναφορά των συντελεστών του ΦΠΑ στα προ των μνημονίων επίπεδα.
ΠΟΣΟ ήταν οι συντελεστές ΦΠΑ μέχρι τον Μάρτιο του 2010; Πέντε μονάδες χαμηλότεροι, σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, μέχρι την πρώτη μνημονιακή αναπροσαρμογή τους, οι συντελεστές ΦΠΑ έως τις 14 Μαρτίου 2010 ήταν 19%, 9% και 4,5%. Σήμερα είναι 24%, 13% και 6%, ενώ είχαν προηγηθεί και μετατάξεις αγαθών από τον μειωμένο συντελεστή στον κανονικό (υψηλό).
ΟΠΩΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ, μονιμοποιούνται στα υψηλά μνημονιακά επίπεδα, γιατί απλά αποδίδουν τεράστια και σίγουρα έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό.
ΑΛΛΟ μνημονιακό φορολογικό μέτρο, που θα παραμένει επί μακρόν ως φαίνεται, είναι το τέλος επιτηδεύματος. Χθες ο ΥΠΕΘΟΟ, Κωστής Χατζηδάκης, έδωσε από τους Δελφούς αρχικά την εντύπωση ότι καταργείται από το 2025, αλλά μετά ήρθε η διόρθωση. Θα μηδενιστεί μόνο για όσους αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες πιάνει ο τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ υπόλοιπους, θα παραμείνει ατόφιο και θα πρέπει να κάνουν υπομονή.