Ένας αστυνομικός-φρουρός που είχε πιο βαρύ ποινικό μητρώο από τον δολοφόνο. Μία 22χρονη αστυφύλακας υπηρεσίας που δεν κατάλαβε, δεν είδε και δεν άκουσε. Ένας 25χρονος τηλεφωνητής στην Άμεση Δράση που απ’ όλα τα πρωτόκολλα θυμόταν μόνο εκείνο που λέει πως «τα περιπολικά δεν είναι ταξί».
Πάνω τους τράκαρε η Κυριακή Γρίβα το βράδυ του μεγάλου της εφιάλτη και απλώς χάθηκε. Κυριολεκτικά. Όπως είχαν τρακάρει στον αμέριμνο και ανεπαρκή σταθμάρχη οι 57 των Τεμπών. Χάθηκαν κι εκείνοι. Γιατί ζούσαν στη χώρα όπου η ζωή τους, όπως κι η ζωή όλων μας, κρέμεται από το «ανθρώπινο λάθος». Ή ακόμη και από το «όλα λάθος».
Από τα Τέμπη έως τους Αγίους Αναργύρους όλες οι μαύρες τρύπες ενός ανύπαρκτου κράτους κρύφτηκαν πίσω από ένα «ανθρώπινο λάθος». Του σταθμάρχη, του αστυφύλακα, του τηλεφωνητή. Συλλογική ευθύνη δεν υφίσταται, το «εμείς» έχει προ πολλού ναυαγήσει μέσα στον θρίαμβο του «εγώ».
Η πολιτική ευθύνη επίσης είναι ρούχο εποχικό, φοριέται on camera την ώρα του βρασμού και της οργής και μετά ξεπλένεται στις κάλπες.
Και η κυβερνητική ευθύνη απλώς προΐσταται και παρίσταται. Διορίζει «δικά μας παιδιά» σε θέσεις ευθύνης, χωρίς ποτέ να τους μάθει τι εστί και πώς υπηρετείται η στοιχειώδης ευθύνη. Ομνύει στην «αξιολόγηση», αλλά διατηρεί στην αστυνομία επίορκους και αμετάκλητα καταδικασθέντες. Επαγγέλλεται την επανίδρυση του κράτους, αλλά αναπαράγει ένα κράτος αδιαφορίας, γραφειοκρατίας και βολέματος.
Κάπως έτσι ζούμε, και πεθαίνουμε, τυχαία, με ατομική μας ευθύνη.
Η πολιτεία είναι ανύποπτη και η κυβέρνηση παρακολουθεί, εξανίσταται και οδύρεται. Κατόπιν εορτής και κατόπιν τραγωδίας. Ως απλός, και μοιραίος, θεατής του εθνικού μας δράματος.