Τα ορόσημα χρησιμεύουν να μας υπενθυμίζουν το τέλος κάποιου γεγονότος ή διαδικασίας, ενίοτε όμως και ως αφορμή για την αφύπνιση, με στόχο την ανασύνταξη των δυνάμεων, που θα μας οδηγήσουν στο ποθητό αποτέλεσμα.
Ο λόγος για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η εφαρμογή του οποίου βρίσκεται ήδη στη μέση της διαδρομής του, αλλά και το καμπανάκι που χτύπησε στην πρόσφατη αξιολόγησή του ο οίκος Moody’s, αρνούμενος να παράσχει την επενδυτική βαθμίδα για το αξιόχρεο της χώρας, ακόμη δε χειρότερα αφού δεν βλέπει θετική προοπτική για το προσεχές διάστημα.
Φαίνεται ότι δεν είναι επαρκής συνθήκη για τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας η σαφώς υψηλότερη επίδοση της ελληνικής οικονομίας για το 2023 με 2% του ΑΕΠ, έναντι του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πενιχρό 0,5%. Άλλωστε και αυτή υπολείπεται όλων των προβλέψεων και κυρίως του προϋπολογισμού, που αναφερόταν σε αύξηση κατά 2,4%. Επίσης αμφισβητείται η αναμενόμενη βελτίωση του ΑΕΠ στον προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους κατά 2,5%, ο οποίος μάλιστα θα εκτελεσθεί σε ένα σαφώς δυσμενέστερο διεθνές περιβάλλον.
Το πλέον ανησυχητικό όλων όμως δεν είναι το περιορισμένο μέγεθος ανάπτυξης της οικονομίας, άλλωστε είναι σαφές ότι έχουμε περάσει σε φάση επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά κυρίως η συμβολή των επιμέρους συντελεστών στο σχηματισμό του ΑΕΠ. Αν δε λάβει κανείς υπόψη του, ότι η οικονομία μας έχει καλύψει μόνο το 7% από τις απώλειες που κατέγραψε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης από το 2008 και μετά, παραμένει ακόμη ένα τεράστιο κενό πάνω από 18% του ΑΕΠ για να βρεθεί στο προ κρίσης επίπεδο, με την προϋπόθεση ότι θα αναπτύσσεται με 2,1% για τα επόμενα δέκα συναπτά έτη (Eurobank 7 ημέρες οικονομία).
Για τη σύγκλιση απαιτείται βέβαια πρόσθετη προσπάθεια, ώστε να καλυφθεί και η πρόοδος που έχει εν τω μεταξύ συντελεστεί στις άλλες χώρες της Ένωσης κατά την ίδια περίοδο. Οι προοπτικές όμως δεν διαγράφονται ευοίωνες, όταν η Eurostat στα επικαιροποιημένα πρόσφατα στοιχεία της για την ελληνική οικονομία μείωσε την πρόβλεψή της για την εξέλιξη του ΑΕΠ την επόμενη δεκαετία κατά μέσο όρο από 1,1% στο 0,8%, θυμίζοντάς μας μάλιστα ότι με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα η χώρα μας προς το παρόν κατατάσσεται προτελευταία πριν από τη Βουλγαρία. Ένα ακόμη ισχυρό καμπανάκι ανησυχίας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Πρόβλημα ανθεκτικότητας
Χωρίς αμφιβολία, σε περίοδο γενικότερης στασιμότητας στην οικονομική δραστηριότητα σχεδόν στις περισσότερες οικονομίες της Ένωσης, η απόδοση της ελληνικής κατά 2% θα έπρεπε να μας γεμίζει ικανοποίηση. Αυτό ισχύει πράγματι για όσους παραμένουν εκεί ή προβάλλουν το μεμονωμένο στοιχείο για να στηρίξουν την άποψη περί ισχυρής οικονομίας, χωρίς έλεγχο του περιεχομένου, της συμβολής δηλαδή των επιμέρους συνιστωσών στο σχηματισμό του. Σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία που ανακοίνωσε πρόσφατα η ΕΛ.ΣΤΑΤ., η θετική μεταβολή οφείλεται στους εξής παράγοντες:
Η Κατανάλωση κυρίαρχη: Παρά τη σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών από τις πληθωριστικές πιέσεις, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,8% συνέβαλε με την μερίδα του λέοντος στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό κατέστη δυνατό αφενός μεν με τη μείωση των καταθέσεων, αφετέρου δε με την πολύ υψηλή ροπή προς κατανάλωση των πολιτών, αφού η σχετική δαπάνη ανήλθε το 2023 στο 88%, που είναι η υψηλότερη στην ΕΕ, ενώ η αποταμίευση κατέχει επίσης τη χειρότερη θέση με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να συμβάλλει στην επενδυτική δαπάνη, που είναι αναγκαία για την ανόρθωση της οικονομίας.
Οι Επενδύσεις λίγες και σε λάθος τομείς: Η εικόνα των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου είναι ακόμη πιο απογοητευτική. Παρά την αναμενόμενη αύξηση κατά 15,5% που προβλεπόταν στον προϋπολογισμό, αυξήθηκαν μόλις κατά 4% συνεισφέροντας στην ανάπτυξη κατά 0.6%. Συνολικά η συμβολή τους ανέρχεται στο 14,3 % έναντι του μέσου όρου στην ευρωζώνη κατά 21,3%. Οι ισχνές αυτές επιδόσεις μάλιστα καταγράφονται τη στιγμή που τρέχουν τα μεγάλα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, του ΕΣΠΑ και των δημοσίων επενδύσεων. Προβληματική είναι επίσης και η σύνθεση των επενδύσεων. Η αύξηση προήλθε κυρίως από την ανέγερση κατοικιών και λοιπές κατασκευές κατά 26%, ενώ το μερίδιο του μηχανολογικού εξοπλισμού επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 3% και εκείνο που αφορά στην τεχνολογία και στον ψηφιακό εξοπλισμό μειώθηκε επίσης κατά 12%.
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις σημείωσαν επίσης πτώση (-40%) καταγράφοντας ροές 4,5 δις Ευρώ έναντι των 7,5 δις του 2022. Το δε παράδοξο είναι ότι η αντίστροφη ροή άμεσων επενδύσεων, Ελλήνων στο εξωτερικό, το 2023 έφτασε στα 3,24 δις Ευρώ από 2,54 που ανέρχονταν το 2022. Εδώ, προκύπτει εύλογα το ερώτημα, μήπως τελικά τα υπερκέρδη που αποκόμισαν πολλές μεγάλες επιχειρήσεις εκμεταλλευόμενες το περιβάλλον πληθωρισμού της απληστίας, αντί να επενδυθούν στην Ελλάδα έφυγαν για το εξωτερικό; Υπάρχει συνεπώς εκτός από υστέρηση και καταφανές πρόβλημα ποιότητας στις επενδύσεις, οι οποίες ουδόλως συμβάλλουν στην ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.
Οι Εξαγωγές ο μεγάλος ασθενής: Ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας (εξαγωγές-Εισαγωγές) παρουσίασε μικρή μόνο βελτίωση κατά 0,5%. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 3,7% ενώ οι εισαγωγές σε μικρότερο ποσοστό
κατά 2,1%. Η βελτίωση των εξαγωγών οφείλεται κατά την Τράπεζα της Ελλάδος στις αυξημένες ταξιδιωτικές εισπράξεις, ενώ η συμμετοχή των αγαθών μειώθηκε σε τρέχουσες τιμές κατά 3%. Το έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών παρουσίασε άνοιγμα κατά 6,4% του ΑΕΠ ή 14,1 δις Ευρώ, από τα υψηλότερα στην ΕΕ, παρά τη μικρή βελτίωση έναντι του 2022, η οποία όμως οφείλεται στην πτώση των εισαγωγών, ενώ η απόσταση σε επίπεδο παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, συγκριτικά με το μέσο όρο της Ευρώπης των 29, παραμένει σταθερά αρνητική. Έτσι ο διακηρυγμένος στόχος, ότι μέσω των εξαγωγών θα ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της οικονομίας μας προς το παρόν παραμένει ζητούμενο.
Αλλαγή στο μείγμα οικονομικής πολιτικής για βελτίωση του παραγωγικού μοντέλου
Από τα παραπάνω στοιχεία και επισημάνσεις τεκμαίρεται, ότι η αλλαγή στο οικονομικό μοντέλο, η οποία θα στηριχθεί στις επενδύσεις και στις εξαγωγές με τη βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, που θα διευκολύνει την παραγωγή και προώθηση στις ξένες αγορές διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών υψηλής προστιθέμενης αξίας, και θα προσφέρει καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, προς το παρόν αναβάλλεται για το μέλλον. Επειδή όμως ο χρόνος παρέρχεται χωρίς θετικά αποτελέσματα, είναι ανάγκη να προχωρήσουμε άμεσα σε μεγάλες αλλαγές, οι οποίες θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις αειφόρου ανάπτυξης και μετά την εξάντληση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης στα μέσα του 2026.
Η συνέχιση μιας πολιτικής, η οποία έχει οδηγήσει σε διατήρηση της κατανάλωσης σε ακραία επίπεδα, τις επενδύσεις να κατευθύνονται σε μη παραγωγικούς τομείς, εξυπηρετώντας μάλιστα την ολιγοπωλιακή τους διάρθρωση, την εισροή κεφαλαίων μόνο για αγορά περιουσιακών στοιχείων ή επενδύσεις χαρτοφυλακίου, αποτελεί απλά συνταγή αποτυχίας. Χρειαζόμαστε ένα νέο στρατηγικό σχέδιο που να ορίζει τους εθνικούς στόχους για τομείς, ποσότητα και ποιότητα των επενδυτικών επιλογών. Η εκχώρηση του σχετικού προνομίου στις τράπεζες είναι αδιέξοδη, τη στιγμή μάλιστα που γνωρίζουμε, ότι οι ίδιες οι τράπεζες έχουν αποκλείσει από την τραπεζική χρηματοδότηση μεγάλο μέρος της ελληνικής επιχειρηματικότητας, υγιείς, δυναμικές, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες στις περισσότερες χώρες αποτελούν τους εθνικούς πρωταθλητές σε ανάπτυξη και εξαγωγές.
Οι αλλαγές αυτές είναι αναγκαίες για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία αμφισβητείται τόσο από την αξιολόγηση του οίκου Moody’s, όσο και στις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το υψηλό δημόσιο χρέος, το μεγάλο άνοιγμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η εξάρτηση από το εξωτερικό των σημαντικότερων τομέων της οικονομίας που είναι ο τουρισμός και η ναυτιλία, η καθυστέρηση στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, όπως στη δικαιοσύνη, η βελτίωση των θεσμών, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, η προβληματική κεφαλαιακή βάση των συστημικών μας τραπεζών λόγω του μεγάλου ύψους της συμμετοχής των αναβαλλόμενων φόρων (13,5 δις Ευρώ) κ.α. αποτελούν σημαντικές εστίες ανησυχίας για το μέλλον της χώρας. Αν δε προσθέσει κανείς και τη διεύρυνση των ανισοτήτων, η οποία προκύπτει μέσα από τη διανομή του εισοδήματος, η οποία εξελίχθηκε με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σε βάρος των μισθωτών, τα οποία δείχνουν ότι η σχέση κερδών προς μισθούς το 2019 ήταν 48% προς 37%, το δε 2023 εξελίχθηκαν σε 52,3% προς 34,2%, τότε αυξάνονται οι κίνδυνοι και στο πεδίο της κοινωνικής σταθερότητας. Η κατάσταση μάλιστα επιδεινώνεται έτι περεταίρω αφού αυτά τα μειωμένα εισοδήματα έχουν απωλέσει εν τω μεταξύ και ένα σημαντικό τμήμα της αγοραστικής τους δύναμης, λόγω του υψηλού πληθωρισμού που εγκαταστάθηκε στην αγορά μετά το 2021.
*Ο Χ. Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς