Κάποτε ήταν να γίνουμε Δανία, αλλά δεν μας βγήκε και, τελικά, γίναμε… Βουλγαρία. Ενδιαμέσως, από τότε που ο Γιώργος Παπανδρέου υποσχόταν το σκανδιναβικό θαύμα έως ότου ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατέβασε τον πήχη στο ελάχιστο της «κανονικότητας», τρακάραμε σε τρία μνημόνια, μία χρεοκοπία και τρεις διαδοχικές παγκόσμιες κρίσεις: υγειονομική, ενεργειακή και πληθωριστική.
Θα αρκούσαν ίσως όλα αυτά για να αιτιολογήσουν το ναυάγιο του ελληνικού ονείρου στις εσχατιές των Βαλκανίων εάν δεν υπήρχαν οι συγκρίσεις. Η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, που επίσης πέρασαν από τις μυλόπετρες της κρίσης του ευρώ, του ΔΝΤ, της πανδημίας και του πληθωρισμού, προσφέρουν αυτήν τη στιγμή στους πολίτες τους επίπεδο διαβίωσης μακράν καλύτερο του ελληνικού.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Πορτογαλίας σε όρους αγοραστικής δύναμης βρίσκεται στο 83% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, της Ισπανίας στο 89% και της Ιταλίας στο 97%. Η αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, βρίσκεται στο 67% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, στην προτελευταία θέση της Ε.Ε. και πάνω μόνον από τη Βουλγαρία (64%).
Οι διαδοχικές κρίσεις θα μπορούσαν επίσης να είναι επαρκές άλλοθι της εθνικής μας φτωχοποίησης εάν είχαν ισοβαρές αποτύπωμα σε όλο το φάσμα της οικονομίας. Στην Ελλάδα όμως αποκλίνει η αγοραστική δύναμη και συγκλίνουν οι τιμές: έχουν ανέβει αισίως στο 88,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ ο ρυθμός αύξησης των εταιρικών κερδών είναι ο δεύτερος υψηλότερος σε όλη την Ευρώπη.
Κοινώς, εάν το νέο εθνικό μας όραμα είναι να γίνουμε Ελντοράντο της υποτιμημένης εργασίας ο στόχος έχει ήδη επιτευχθεί. Εάν όμως ο στόχος είναι πραγματικά το «μένουμε Ευρώπη», ας ρίξει κάποιος αρμόδιος μια ματιά στα όσα λέει ο Γιάννης Στουρνάρας περί θριάμβου των ολιγοπωλίων στην ελληνική αγορά. Καθώς επίσης και στο πώς οι λοιποί «πτωχοί» του Νότου διάβηκαν τον Αχέροντα του ΔΝΤ χωρίς να ενταφιάσουν τις συλλογικές συμβάσεις.