Το πανεπιστήμιο, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει -σίγουρα η βία είναι ένα από αυτά- αποτελεί θεσμό με ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις και πολυδιάστατο παιδευτικό ρόλο παρ’ όλα αυτά, υποτιμάται συστηματικά. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια υπάρχουν συχνά απαξιωτικές αναφορές για τα πανεπιστήμια από ΜΜΕ και πολιτικούς. Πριν από μερικές ημέρες διαβάσαμε σε πρωτοσέλιδο έγκριτης εφημερίδα με πηχαίους τίτλους «Πυρηνικό ριφιφί στο ΑΠΘ». Στόχος αυτού του άρθρου είναι να καταδείξει τον βασικό λόγο που το πανεπιστήμιο υποτιμάται.
Είναι πλέον αδιαμφισβήτητο ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο αποτελεί τον κύριο συντελεστή οικονομικής ανάπτυξης. Είναι η πλέον κρίσιμη μεταβλητή για την προαγωγή της γνώσης και τη δημιουργία νέων ιδεών. Αυτή η αναγνώριση του ρόλου της γνώσης και της μάθησης στις σύγχρονες οικονομίες προσέδωσε ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην εκπαίδευση και στην αναβάθμιση των ανθρώπινων πόρων. Τα τελευταία χρόνια όλες οι χώρες αυξάνουν τον αριθμό πτυχιούχων τους ενώ οι ανεπτυγμένες προσπαθούν επιπλέον να προσελκύσουν ειδικευμένο προσωπικό από άλλες χώρες. Το πανεπιστήμιο λοιπόν θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό μοχλό της αναπτυξιακής διαδικασίας, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας μας.
Τα ελληνικά πανεπιστήμια, παρότι υποχρηματοδοτούνται, παραμένουν στο 3% των καλύτερων πανεπιστημίων στον κόσμο, κυρίως λόγω των καλών ερευνητικών τους επιδόσεων. Όμως, ενώ τα πανεπιστήμια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε παγκόσμιο επίπεδο σε ό,τι αφορά την υψηλού επιπέδου επιστημονική παραγωγή τους, αυτή δεν μετατρέπεται σε καινοτομίες που παράγουν πλούτο. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στις σημαντικές ερευνητικές επιδόσεις των πανεπιστημίων και στην πενιχρή αξιοποίησή τους από τις ελληνικές επιχειρήσεις οφείλεται πρωταρχικά στον προσανατολισμό της οικονομίας στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών μέσης και χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Απλά γιατί η οικονομική ελίτ της χώρας (και όχι μόνο) είναι ικανοποιημένη από το υπάρχον αναπτυξιακό υπόδειγμα, δηλ., αυτό της «φτηνής» ανάπτυξης».
Ο τρόπος αντιμετώπισης της ελλιπούς διασύνδεσης πανεπιστημίου–παραγωγής δεν είναι η υποτίμηση του δημόσιου πανεπιστημίου και της έρευνας, αλλά αφενός η κρατική μέριμνα για ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της διασύνδεσης αυτής (π.χ. μέσω της κινητροδότησής της) αφετέρου η συμβολή στη στροφή στην οικονομία της γνώσης. Χωρίς αυτήν τη διασύνδεση η διαρκής υποβάθμιση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας είναι εν τοις πράγμασι δεδομένη.
Η κυβέρνηση υποτιμά το πανεπιστήμιο, γιατί δεν πιστεύει στην τεράστια σημασία του για την ανάπτυξη της χώρας, και για αυτό αδιαφορεί για την αποδιάρθρωσή του. Έχει επενδύσει τα συμφέροντά της στην υπεράσπιση μιας οικονομίας κατά βάση μεταπρατικού τύπου, στην οποία επικρατούν ορισμένες ολιγαρχικές ομάδες και δεν κατανοεί την ανάγκη μεταβολής της παραγωγικής δομής της οικονομίας μας. Άλλωστε και η αντιπολίτευση δεν πιέζει επ΄ αυτού, με συνέπεια και ο λαός μας να αδυνατεί να αντιληφθεί την κρισιμότητα της αλλαγής παραγωγικού υποδείγματος και έτσι συνεχίζει να στηρίζει, έστω και χωρίς ενθουσιασμό το κυβερνητικό αφήγημα.
Πρέπει λοιπόν όλοι αυτοί που κατανοούμε το δημόσιο πανεπιστήμιο ως βασικό μοχλό οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και ως πυλώνα διαμόρφωσης μιας κοινωνίας ελεύθερων πολιτών και ενίσχυσης της δημοκρατίας, να το υπερασπιστούμε σθεναρά. Είναι θεσμός εκ των ων ουκ άνευ για την εθνική μας επιβίωση, αλλά, δυστυχώς, η κυβέρνηση, υποτιμώντας το, υπονομεύει και την μελλοντική προοπτική της πατρίδας μας, χωρίς φοβούμαστε αυτό να γίνεται σήμερα αντιληπτό. Ωστόσο, έπειτα από μερικά χρόνια, οπότε και τα απαξιωτικά αποτελέσματα θα γίνουν πολύ περισσότερο ορατά, θα είναι ίσως πολύ αργά. Τα πανεπιστήμια και ιδίως αυτά που αξίζουν το όνομα τους, δεν είναι θεσμοί που δημιουργούνται στο βραχυμεσοχρόνιο ορίζοντα. Χρειάζονται, αντίθετα, δεκαετίες για την οικοδόμησή τους, ενώ δυστυχώς επαρκεί μια κυβερνητική θητεία για την υποβάθμισή τους…