Με τη μάχη στη Βουλή για τη «μονταζιέρα» και τις καταγγελίες συγκάλυψης ευθυνών στην τραγωδία των Τεμπών να κορυφώνεται, όλα τα υπόλοιπα μπαίνουν για λίγο στον πάγο.
Μεταξύ αυτών και η επικύρωση της αύξησης του κατώτατου μισθού, που μετατίθεται τελικά για αύριο, Παρασκευή. Όπως όλα δείχνουν έχει κλειδώσει μία αύξηση λίγο πάνω από 6% που θα τον οδηγήσει στα 830 ευρώ μεικτά ή 705,96 ευρώ καθαρά. Είναι λοιπόν ικανοποιητική η αύξηση αυτή; ΤτΕ, ΙΟΒΕ, ΣΕΒ είχαν προτείνει αύξηση 4% και το ΚΕΠΕ έως 5%, άρα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς το 6% «γενναιόδωρο». Αλλά αυτός είναι ένας τρόπος να δεις τα πράγματα.
Το 6% μεταφράζεται σε 40 ευρώ καθαρά τον μήνα, τα οποία είναι βεβαίως καλοδεχούμενα, αλλά εξακολουθούν να μας κρατούν μακριά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τον μέσο μισθό στη χώρα, που είναι στα στα 1.038,23 ευρώ, όταν πριν 14 χρόνια, το 2010, ήταν σχεδόν 400 ευρώ ή 26,77% υψηλότερος, στα 1.417,84 ευρώ.
Η εικόνα είναι ακόμη πιο απογοητευτική αν εξετάσουμε τα πράγματα σε όρους αγοραστικής δύναμης και σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Είμαστε στο 67% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, εμφανίζοντας τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. των 27. Μόνο η Βουλγαρία βλέπει την πλάτη μας. Η Ουγγαρία του Όρμπαν είναι στο 76%, η Ρουμανία στο 78% και η Πολωνία στο 80%. Οι «φτωχοί» της κοινότητας τα βγάζουν πιο εύκολα πέρα από τους Έλληνες, που ακόμη και εάν λαμβάνουν υψηλότερο μισθό, βλέπουν την ακρίβεια να τον τρώει ταχύτερα.
Ναι, περάσαμε μία βαθύτατη κρίση, αλλεπάλληλες προκλήσεις, αλλά τα τελευταία χρόνια η οικονομία «τρέχει» αισθητά ταχύτερα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Όπως λέει και η Barclays, είμαστε στον τρίτο «μεγα-κύκλο» της ανάπτυξης. Αλλά αυτή η ανάπτυξη δεν γίνεται αισθητή στην τσέπη μας, όσο οι τιμές στα ράφια καλπάζουν. Όσους επαίνους και να λάβουμε από τους οίκους και τους διεθνείς αναλυτές για τις μακροικονομικές επιδόσεις της χώρας, υπάρχουν πάντα και τα «αμοντάριστα» πλάνα της τσέπης μας.