Μέρες που ’ναι, καριοφίλια αντηχούνε. Τι γρικούμε;
Χειροκροτήματα σε γιορτές και παρελάσεις, μηνύματα για μέρες περηφάνιας και περισυλλογής, για χρόνια δοξασμένα, για «το μέγα Μυστήριο των ενωμένων ανθρώπων (κι’ ας είναι τόσες οι διαίρεσές τους)», υπερβολές και συμβουλές, για να εξοφλούμε τις οφειλές, αλλά και φωνές που δεν σηκώνουν μύθους ή ιστορικές ανακρίβειες στο σπαθί τους. Ούτε για τη συντήρηση του συνεκτικού ιστού.
Τι ακούς; Ανθρώπους χωμάτινους, άνθρωπους δικούς.
Τον Καραϊσκάκη, που «όταν πήγε στ’ Ανάπλι, στα 1826, ενώ την Αθήνα την πολιορκούσε ο Κιουταχής, και διορίστηκε Γενικός αρχηγός των στρατευμάτων της Ρούμελης για να πάη να πολεμήση…» ο Υδραίος Βασίλης Μπουντούρης είπε στον Καραϊσκάκη: «Δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, Καραϊσκάκη· ο θεός να σε φωτίση να το κάμης από εδώ κι’ ομπρός».
«Δεν τ’αρνιώμαι!» αποκρίθηκε ο Καραϊσκάκης. «Όταν θέλω γίνομαι άγγελος, κι’ όταν θέλω πάλε γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος». Τον Κολοκοτρώνη, που διαισθάνεται, μα δεν χολώνει. «Πήγαινα, διηγιέται ο ίδιος εις την τέντα μου κ’ έτρωγα ολίγο ψωμί· μου είπε (κάποιος φίλος, ο Αναγν. Ζαφειρόπουλος): “Άιντε, Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου, και η πατρίς σου θέλει σε ανταμείψει”. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: “Εμένα η πατρίς θα πρωτοεξορίση”. Και η τύχη το έφερε και αλήθευσα».
Τον Φωτάκο, γραμματικό του Κολοκοτρώνη, που για την προσφορά του στον Αγώνα δεν ζήτησε -και δεν πήρε- κάποιο τιμητικό πόστο ή σύνταξη, δεν σύχναζε στο παλάτι, δεν ανέβηκε στης εξουσίας το άτι.
Τον Σολωμό, που ποτέ δεν παλιώνει, το Μισολόγγι, που την ήττα ανυψώνει και το φρόνημα ελευθερώνει, μα και το Ναυαρίνο, που την ανεξαρτησία στυλώνει, τον Μάρκο, τον Νικηταρά, τον Διάκο. Είναι το εικονοστάσι μας γεμάτο. Ορκιζόμαστε στο όνομά τους, ξέρουμε και τα μελανά τους και την αψηφισιά τους. Άνθρωποι στο ύψος του ανθρώπου, άνθρωποι του δικού μας τόπου.