«Η ζωή δεν αγάπησε ποτέ τους μεταμφιεσμένους… Στο τέλος πάντα τον καίνε τον καρνάβαλο». Καήκαμε προ δεκαπενταετίας, λίγο καψαλίστηκαν και οι τότε οίκοι της αστοχίας, των οποίων η αξιοπιστία, όμως, αποκαταστάθηκε σε χρόνο αντιστρόφως ανάλογο της αμαρτωλής τους ιστορίας. Ο παράλογος ορθολογισμός στο οικονομικό σύστημα είναι θεσμός.
Η μη αναβάθμιση, πάντως, της ελληνικής οικονομίας από τη Moody’s την περασμένη Παρασκευή δεν ήταν κεραυνός. Ο οίκος αξιολόγησης βρισκόταν πολύ πιο πίσω από τους άλλους μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2023, όταν έδωσε στην Ελλάδα διπλή αναβάθμιση (από το «Ba3» στο «Ba1»), αλλά είχε αναθεωρήσει και το «outlook» από θετικό σε σταθερό, υποδεικνύοντας ότι δεν θα πρέπει να αναμένεται άμεσα μια ακόμη αναβάθμιση.
Σε ποιους χάλασε το mood η Moody’s, που δεν μας έδωσε επενδυτική βαθμίδα και μας στέλνει για νέα βαθμολόγηση τον Σεπτέμβριο; Σίγουρα όχι στους αδαείς επί προβλέψεων και επενδυτικών βλέψεων. Αυτοί τους λόγους πίσω από την απόφαση αντιλαμβάνονται, ακόμη κι αν στα ειδικά -το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, όπως αποτυπώνεται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ή την ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος- χάνονται.
Το χρέος είναι τεράστιο, πολλαπλάσιο από εκείνο προ 15 ετών, όταν επιβαίναμε στον «Τιτανικό». Το δημόσιο χρέος -παρά την αναμενόμενη μείωση του δείκτη χρέους/ΑΕΠ, λόγω της μαγικής επίδρασης του πληθωρισμού, που αυξάνει τον παρονομαστή-, άσε το ιδιωτικό.
Το δημογραφικό, που κουμπώνει με το οικονομικό, το ασφαλιστικό, και τελικά με την ίδια τη γεωπολιτική θέση της χώρας, δεν λύνεται κοιτάζοντας τον καθρέπτη, που είναι μέγας του είδους αναπαραγωγικός.
Θα αλλάξουν μέσα σε ένα εξάμηνο τα δημογραφικά στοιχεία, το χρέος ή το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, ώστε να περιμένουμε την παραμονή της Ύψωσης του Σταυρού «δώρα»; Άλλο είναι το θέμα τώρα. Να μην καίμε αμέριμνοι χρόνο, καθώς το μέλλον δεν είναι γλυκό σαν πάστα φλώρα.