Ο θετικός απόηχος από την εφαρμογή των κυβερνητικών μέτρων κατά της ακρίβειας, με τις τιμές βασικών αγαθών να μειώνονται και, νωρίτερα, τη βιομηχανία να παίρνει πίσω τις πρώτες ανατιμήσεις του 2024, είναι γεγονός. Η αγορά είχε όντως ξεφύγει τιμολογιακά εδώ και αρκετούς μήνες, αγνοώντας ίσως και επιδεικτικά τις προτροπές του πρωθυπουργού που ζητούσε αυτοσυγκράτηση για να αποφευχθούν τα χειρότερα – τα αυστηρά πρόστιμα.
Τα πρόστιμα επιβλήθηκαν, «συνοδεία» νομοθετικών ρυθμίσεων που άλλαξαν πολλούς από τους όρους τιμολόγησης μιας μεγάλης γκάμας αγαθών καθημερινής ανάγκης.
Οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης έπιασαν τόπο και αυτό φαίνεται πως άνοιξε την όρεξη του υπουργείου Ανάπτυξης για την επέκταση των μέτρων και σε άλλες κατηγορίες προϊόντων. Πιθανώς, λοιπόν, να ακολουθήσουν νέες ρυθμίσεις, προς ενίσχυση της μάχης κατά της ακρίβειας.
Το οφέλη δείχνουν άμεσα, θεωρείται δε βέβαιο ότι θα αποτυπωθούν και στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, λαμβάνοντας την… πιστοποίηση και της στατιστικής αρχής.
Ποιος όμως μπορεί να εγγυηθεί τι θα συμβεί σε δεύτερο χρόνο; Η πίεση της αγοράς να λειτουργήσει ρυθμισμένα και όχι ελεύθερα δεν μπορεί παρά να έχει έναν ορίζοντα, ένα βάθος χρόνου. Κάποια στιγμή οι εταιρείες θα αντιδράσουν, θα αναζητήσουν διεξόδους διαφυγής, θα κάνουν τους προβλεπόμενους ελιγμούς και θα επανέλθουν στην κανονικότητα όπως αυτή ορίζεται από τον ανταγωνισμό, τον όποιο ανταγωνισμό επικρατεί στην εγχώρια αγορά.
Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει ακριβά ο καταναλωτής για τις καθημερινές του αγορές: Την ποιότητα του ανταγωνισμού και όχι τις ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες ή το υψηλό ενεργειακό κόστος ή την όποια συγκυριακή εκτίναξη του κόστους μεταφορών.
Αν η κυβέρνηση επιθυμεί να θέσει τέλος στην ακρίβεια, δεν έχει παρά να «ψάξει» το πρόβλημα στη βάση του και όχι στα ράφια των σούπερ μάρκετ.