Άπαντες εντός Ελλάδας, αλλά και όσοι από το εξωτερικό ενδιαφέρονται για τις εξελίξεις στην χώρας μας, θεωρούσαν ότι το όποιο ζήτημα πολιτικής σταθερότητας, κρίθηκε στις διπλές εκλογές του 2023 και για μια τετραετία.
Η εκτίμηση ενισχύθηκε από την μετά τις εθνικές εκλογές παγιωμένη δημοσκοπική εικόνα, η οποία χαρακτηρίζεται από την σχεδόν απόλυτη κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ΝΔ και τον κατακερματισμό της αντιπολίτευσης. Αυτά ήταν τα δεδομένα μέχρι χθες (11/3) βράδυ, όταν ο πρωθυπουργός σε ομιλία του σε προσυνέδριο της ΝΔ στη Θεσσαλονίκη, έθεσε θέμα πολιτικής σταθερότητας από το αποτέλεσμα των επικείμενων ευρωεκλογών.
Συγκεκριμένα, ο Κ. Μητσοτάκης είπε αυτολεξεί: «Είναι μια αναμέτρηση (σ.σ. οι ευρωεκλογές) πολύ σημαντική, διπλά σημαντική θα έλεγα. Από τη μία πλευρά θα κρίνει αν η χώρα θα συνεχίσει να έχει αυτή την πολυπόθητη σταθερότητα, πολιτική σταθερότητα, την οποία με τόσο κόπο οικοδομήσαμε. Αν θα μείνει στο δρόμο των αλλαγών, αν θα πετύχει τελικά τους στόχους για τους οποίους μίλησα με ορίζοντα το 2027. Και από την άλλη, οι ευρωκάλπες πρέπει να αναδείξουν την πολιτική δύναμη που επιθυμούν οι Έλληνες ψηφοφόροι να τους εκπροσωπεί στην Ευρώπη».
Είναι κατανοητή η επιδίωξη του πρωθυπουργού να αποτρέψει σκηνικό χαλαρής ψήφου στις ευρωεκλογές, που κατά κανόνα βλάπτει το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Επίσης, είναι αναμενόμενη η προσπάθεια συσπείρωσης των ψηφοφόρων της ΝΔ και ανάσχεσης της πιθανής έκφρασης δυσαρέσκειας, με διλημματικό λόγο. Αλλά από αυτό το σημείο μέχρι του να προβάλλονται οι ευρωεκλογές (τρία χρόνια πριν τις επόμενες εθνικές κάλπες) ως καθοριστικός παράγοντας για τη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας, υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Αναμφίβολα, το σκληρό δίλημμα πολιτική σταθερότητα ή πολιτική αστάθεια από τις ευρωκάλπες δεν δικαιολογείται από τον υφιστάμενο δημοσκοπικό συσχετισμό δυνάμεων. Εκτός αν ο Κ. Μητσοτάκης γνωρίζει κάτι που δεν βλέπουν ούτε οι δημοσκοπήσεις, ανησυχεί και σπεύδει να διαμορφώσει… αναχώματα.