Εν ψυχρώ πια, από απόσταση και εν τιμή, τα Τέμπτη μάς νίκησαν. Ηττηθήκαμε κατά κράτος. Ως πολιτεία, ως κοινωνία, ως άνθρωποι.
Ηττηθήκαμε όχι διότι, έναν χρόνο μετά, δεν έχουμε δώσει μία έστω στοιχειώδη απάντηση στο γιατί συνέβη η τραγωδία του αδιανόητου. Ηττηθήκαμε γιατί δεν δώσαμε καν τη μάχη να βρεθεί και να ακουστεί η αλήθεια.
Το «ανθρώπινο λάθος» ήταν το βολικό -και συγκλονιστικά κυνικό- άλλοθι όσων θέλησαν και θέλουν να κλείσουν με συνοπτικές διαδικασίες την έρευνα. Να κρύψουν εκείνους που άφησαν τα τρένα να τρέχουν προς το μοιραίο χωρίς τηλεδιοίκηση, χωρίς καν φωτοσήμανση, χωρίς βασικά συστήματα επικοινωνίας. Να καλύψουν εκείνον ή εκείνους που μετέταξε σε μια θέση ζωής και θανάτου έναν ανεπαρκή και ανεκπαίδευτο υπάλληλο. Να κρύψουν κάτω από τα μπάζα στοιχεία και ανθρώπινες στάχτες μαζί, για να μη διαλευκανθούν ποτέ οι συνθήκες της τραγωδίας.
Η εξεταστική επιτροπή έγινε το πρόθυμο όχημα για να αποκτήσει αυτό το άλλοθι κοινοβουλευτικό μανδύα. Αποφασίζοντας να μην καλέσει κρίσιμους μάρτυρες, να αγνοήσει δικογραφίες, να παρακάμψει μαρτυρίες και κραυγαλέα ερωτήματα. Ενίοτε και κουνώντας το δάχτυλο στο συγγενείς των θυμάτων και νουθετώντας τους να πενθούν βουβά.
Η πολιτική ευθύνη έγινε ρούχο βάλε -βγάλε σε εκλογικό πλυντήριο. Μια υπουργική παραίτηση ανοίγει εύκολα τον δρόμο για την «κάθαρση» (και την ασυλία) μέσω της κάλπης.
Δεν έχουμε πολλά περιθώρια πια να ανατρέψουμε αυτή την ήττα. Να αξιοποιήσουμε, έστω και τώρα, τα στοιχεία που έφεραν στο φως, παλεύοντας ολομόναχοι επί έναν χρόνο, οι συγγενείς των θυμάτων. Εάν δεν το κάνουμε, πάμε ολοταχώς όλοι μαζί προς το τελικό, και εθνικό, μοιραίο.
Διαθέτοντας εαυτούς ως αναλώσιμα υλικά ενός αποτυχημένου κράτους. Και κατεδαφίζοντας πια, εκτός από τη ζωή, και τη μνήμη.