Το έργο που ανατέθηκε, από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, σε μια επιτροπή 16 προσώπων είναι από τα πιο δύσκολα που έχουν ανατεθεί ποτέ.
Η δυσκολία έγκειται στο ότι τους ζητείται να προτείνουν τρόπο και διαδικασία επιβολής φόρου σε κάτι που δεν υπάρχει.
Πρόκειται για την Ομάδα Εργασίας που συγκροτήθηκε με αντικείμενο τον καθορισμό πλαισίου φορολόγησης και ελέγχου των κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων, των digital assets.
Μόνο που για την εφορία τα κρυπτονομίσματα αντιμετωπίζονται ως ανύπαρκτα, αφού δεν αναγνωρίζονται οι συναλλαγές επί αυτών.
Σε δύο αποφάσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «τα κρυπτονομίσματα (ψηφιακά και εικονικά) δεν έχουν λάβει τη νόμιμη αναγνώρισή τους με πράξη της πολιτείας (με νόμο), με αποτέλεσμα να μην εντάσσονται στα επίσημα νομίσματα που γίνονται αναγκαστικά αποδεκτά στις συναλλαγές εντός της ελληνικής και ευρωπαϊκής επικράτειας» και ότι «τα κρυπτονομίσματα δεν αποτελούν νόμιμο μέσο πληρωμής…».
Στο πλαίσιο αυτό, η ΔΕΔ με απόφασή της επικύρωσε την επιβολή φόρου δεκάδων χιλιάδων ευρώ, λόγω πόθεν έσχες, σε ζευγάρι φορολογουμένων το οποίο αγόρασε ακίνητο με την υπεραξία που απέκτησε από cryptos.
Με άλλη απόφασή της θεώρησε ορθή την επιβολή ΦΠΑ σε συναλλαγές ανταλλαγής ευρώ σε cryptos ή το αντίστροφο.
Συνεπώς, η επιτροπή, στην οποία ορίστηκαν ως μέλη στελέχη των φοροελεγκτικών υπηρεσιών, της Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, μοιάζει να μην έχει αντικείμενο.
Λογικά, πρέπει να προηγηθεί η αναγνώριση των κρυπτονομισμάτων ως νόμιμου μέσου πληρωμής ή ως κάτι άλλο και κατόπιν να διερευνηθεί ο τρόπος φορολόγησής τους.
Εκτός και αν έχει ήδη αποφασίσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης πώς θα χαρακτηρίσει τα cryptos, που αποτελούν,πλέον κομμάτι της οικονομικής πραγματικότητας και στην Ελλάδα.