Η γνωμάτευση έρχεται από πολλές πλευρές και είναι ίδια χωρίς διαφοροποιήσεις. Η γερμανική οικονομία είναι άρρωστη. Και το ερώτημα που τίθεται, αν αυτό που φαίνεται να εγκαθίσταται ως μια λανθάνουσα παραλυσία, τελικά θα οδηγήσει σε μια περίοδο επτά ετών ισχνών αγελάδων ή θα τα καταφέρει μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον να ανατάξει τις δυνάμεις της και να ανακάμψει. Δεν είναι μόνο οι αρνητικοί δείκτες της οικονομικής συγκυρίας που το πιστοποιούν, αφού είναι η μοναδική από τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις που βρίσκεται σε ύφεση, αλλά και κυρίως τα διαρθρωτικά προβλήματα που παρουσιάζει, τα οποία δεν αντιμετωπίζονται με τα κλασσικά κεϋνσιανά αντικυκλικά μέτρα αύξησης της ζήτησης, αλλά απαιτούν, νέους καινοτόμους αναπτυξιακούς σχεδιασμούς, γενναίες παρεμβάσεις και τολμηρές πολιτικές αποφάσεις, μακριά από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Πέρα όμως από την απαιτούμενη αλλαγή προσανατολισμού στο μοντέλο ανάπτυξης, η καθυστερημένη αντίδραση βρίσκει την χώρα αντιμέτωπη με ένα αυξανόμενο κύμα δυσαρέσκειας της κοινωνίας, το οποίο φαίνεται να επιλέγει ως μοναδική διέξοδο δυστυχώς τα ακροδεξιά κόμματα και τις συγγενικές τους παραφυάδες, που επιχειρούν μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας να αποκτήσουν επιρροή στο πολιτικό σύστημα της πιο μεγάλης και ισχυρότερης οικονομίας της Ευρώπης και τρίτης στον κόσμο, αφού το 2023 το ΑΕΠ της με 4,46 τρις δολάρια ξεπέρασε εκείνο της Ιαπωνίας που έπεται πλέον με 4,21 δις δολάρια.
Σε παρατεταμένη στασιμότητα
Στην εικόνα της γερμανικής οικονομίας κυριαρχεί ένα έντονο νεφέλωμα. Παρά τις όποιες δημοσιονομικές προσπάθειες που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, κάθε ελπίδα για επιστροφή στην προ covid κανονικότητα αποδείχθηκαν άπιαστο όνειρο, αφού τα στοιχεία δείχνουν, ότι για πέντε συνεχόμενα τρίμηνα το ΑΕΠ της χώρας μένει στάσιμο ή συρρικνώνεται, ενώ και για το σύνολο του 2024 οι προβλέψεις συνεχίζουν να είναι δυσάρεστες (ΟΟΣΑ: 0,3%, Γερμανική κυβέρνηση: 0,2%). Με βάση δε τις τελευταίες εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η Γερμανία είναι η μοναδική χώρα μεταξύ των ισχυρών G7, για την οποία αντί να βελτιωθούν τα αναμενόμενα μεγέθη διορθώθηκαν επί τα χείρω. Συνεπώς, η κατάσταση είναι σοβαρή και ανησυχεί τους πάντες, τα επιστημονικά ινστιτούτα, τις επιχειρηματικές και τραπεζικές ενώσεις, τα συνδικάτα, τη Bundesbank, αλλά και την κυβέρνηση, η οποία παρακολουθεί τις εξελίξεις άβουλη, εν μέσω γεωπολιτικών ανησυχιών αλλά και διαφωνιών για την ενδεδειγμένη οικονομική πολιτική που απαιτείται, ώστε να αντιμετωπίσει η χώρα τα χρόνια προβλήματα που την ταλανίζουν.
Στην κακή συγκυρία συνέβαλαν, όχι μόνο ο πληθωρισμός, που σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισής του, από το Σεπτέμβριο του 2021, ήταν υψηλότερος από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Έτσι, τόσο η ιδιωτική, όσο και η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε αισθητά, κυρίως λόγω της αποδυνάμωσης της αγοραστικής δύναμης, αλλά και της επακόλουθης αναβολής αγορών των καταναλωτών για αργότερα, λόγω της αστάθειας που παρατηρείται στην αγορά. Επιπρόσθετα, η ζήτηση από τις αγορές του εξωτερικού και ιδιαίτερα εκείνης του μεγάλου εμπορικού της εταίρου, της Κίνας, ήταν ασθενής, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να καλύψει τα κενά της εσωτερικής αγοράς.
Εκτός από την κατανάλωση όμως, μεγάλη συμμετοχή στην πτώση της οικονομικής δραστηριότητας είχε και έχει επίσης η ενεργειακή κρίση, η οποία χτύπησε τη Γερμανία με μεγάλη σφοδρότητα. Πρώτον, διότι η εξάρτηση από τις εισαγωγές, ιστορικά της φθηνής ενέργειας από τη Ρωσία και τώρα της ακριβής από τις ΗΠΑ, είναι ιδιαίτερα υψηλή, αλλά επειδή ακόμη η μεγάλη συμμετοχή της μεταποίησης στο παραγόμενο προϊόν, επιβαρύνει δυσανάλογα το κόστος των προϊόντων, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ανταγωνιστικότητά τους. Επιπρόσθετα, η επιτοκιακή επιβάρυνση που προήλθε από την απότομη και πρωτόγνωρη επιβάρυνση του κόστους χρήματος, αύξησε το κόστος παραγωγής και το χειρότερο μείωσε τον όγκο των σχεδιαζόμενων επενδύσεων, αφού αυτές αναβλήθηκαν για αργότερα με την προσδοκία, ότι θα μειωθούν σε ένα επίπεδο ισορροπίας ικανό να εξαλείψει τις σημερινές ανισορροπίες. Ενδεικτική δε του αρνητικού κλίματος είναι και η επενδυτική άπνοια στον οικοδομικό τομέα, όπου καταγράφεται χαμηλό όλων των εποχών στα καταγεγραμμένα επίπεδα του 1991!
Τα διαρθρωτικά προβλήματα
Το ερώτημα που τίθεται μετά από τις τρέχουσες ισχνές έως ανύπαρκτες επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας, είναι, αν τελικά αυτή η κατάσταση υποδηλώνει και αδυναμία ανάταξης της οικονομίας την επόμενη περίοδο, αφού βέβαια ενισχυθεί με μέτρα και ποσά ικανά να ανατρέψουν την καθοδική πορεία. Η άποψη που επικρατεί είναι, ότι η χώρα βρέθηκε απροετοίμαστη στις εξελισσόμενες αλλαγές, είτε πρόκειται για την ψηφιακή μετάβαση (13η θέση μεταξύ των 27 της ΕΕ, Δείκτης DESI 2022), την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (25η θέση μεταξύ των 27 της ΕΕ, Δείκτης Τρωτότητας Univ. of Notre Dame), την ηλεκτροκίνηση των οχημάτων, την ανάπτυξη και αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης, αλλά και μια σειρά από αναγκαίες και ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις, όπως είναι μια συνολική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος. Θέματα δηλαδή που σχετίζονται με μελλοντικές διαρθρωτικές εξελίξεις στις οποίες καλείται η χώρα να ανταποκριθεί, ώστε να ανατρέψει το κλίμα αμφισβήτησης και έλλειψης εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς το σύστημα.
Διαπιστώνονται σημαντικά προβλήματα υστέρησης της ανταγωνιστικότητας ταυτόχρονα σε πολλούς κλάδους της γερμανικής μεταποίησης κυρίως, η οποία συνεισφέρει με πάνω από 20% στο ΑΕΠ της χώρας και όχι μόνο στη χημική βιομηχανία, η οποία ως ενεργοβόρος κλάδος βρίσκεται σε πολύ δυσχερή θέση. Ακόμη και οι επιδόσεις της αυτοκινητοβιομηχανίας, ατμομηχανής της γερμανικής οικονομίας, μειώθηκαν κατά 30% σε σύγκριση με το προ κρίσης επίπεδο και μάλιστα το συντριπτικό μέρος τους αφορά σε αυτοκίνητα εσωτερικής καύσης, όταν η χώρα έχει δεσμευτεί το αργότερο μέχρι το 2035 να σταματήσει την παραγωγή των συγκεκριμένων οχημάτων και να τα αντικαταστήσει με φιλικά προς το περιβάλλον καύσιμα που είναι το ηλεκτρικό ρεύμα και το υδρογόνο. Η ολιγωρία εδώ οφείλεται βασικά στην καθυστερημένη αντίδραση προσαρμογής των επιχειρήσεων στα νέα τεχνολογικά δεδομένα και όχι σε πιθανές γραφειοκρατικές αγκυλώσεις των κρατικών υπηρεσιών. Φαίνεται ότι συλλογικοί φορείς, όπως ο Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών καθώς και οι διευθύνοντες τις εταιρείες ασχολούντο περισσότερο με τις επενδύσεις στο εξωτερικό, στην Κίνα αυξήθηκαν οι γερμανικές επενδύσεις το 2023 κατά 4 % πέρυσι (περ. 12 δις Ευρώ), ή τη μεταφορά τους προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής με τις γενναίες επιχορηγήσεις, παρά με την εδραίωση και ισχυροποίηση του τόπου εγκατάστασης στην πατρίδα τους. Εγκαλούν βέβαια με περισσή αλαζονεία, δια στόματος του προέδρου του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών Siegfried Russwurm, την κυβέρνηση να πάρει μέτρα για να αναστρέψει την κατάσταση, εστιάζοντας μάλιστα στις γνωστές απαιτήσεις για περαιτέρω μείωση των φορολογικών βαρών και περιορισμό των εποπτικών κανόνων, ονειρευόμενοι άλλη μια Ατζέντα 2010 με τις σχετικές περικοπές των κοινωνικών δαπανών.
Χωρίς αμφιβολία εδώ υπάρχει ανάγκη για μια εκ νέου οριοθέτηση του πλαισίου συνεργασίας του ιδιωτικού τομέα με το κράτος, ενόψει μάλιστα και της ανάγκης για διενέργεια μεγάλου όγκου επενδύσεων για την κλιματική και ψηφιακή μετάβαση, όπου το δημόσιο καλείται να αναλάβει κυρίαρχο ρόλο. Το κράτος σαφώς θα πρέπει με τις επιλογές του να χαράξει την απαιτούμενη βιομηχανική πολιτική οι δε επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν τους διαθέσιμους πόρους για να υλοποιήσουν τα προγράμματα. Το θεωρητικό υπόβαθρο βέβαια στο οποίο καλούνται να επιχειρήσουν όλοι, θα πρέπει να μετακινηθεί από το μεταπολεμικό και κυρίως το μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών δόγμα, της λεγόμενης θεωρίας της οικονομικής τάξεως (Ordnungstheorie), η οποία είναι μια παραλλαγή των trickle-down economics και η οποία αύξησε τις εισοδηματικές ανισότητες και οδήγησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού στο κοινωνικό ταμείο (HARTZ IV). Οι δυνάμεις της αγοράς την εποχή των παχέων αγελάδων δεν ανέλαβαν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις προσαρμογής ως όφειλαν, αλλά εκμεταλλεύθηκαν τη φθηνή ρωσική ενέργεια και την κινεζική αγορά που διψούσε για γερμανικά προϊόντα και τώρα αναζητούν ευθύνες σε άλλους και την τύχη τους σε άλλες αγορές.
Ενδεικτική της καθυστερημένης αντίδρασης του ιδιωτικού τομέα είναι και το γεγονός, ότι οι γερμανικές μάρκες αυτοκινήτων βρίσκονται πίσω από τα αμερικανικά οχήματα Tesla, όπως επίσης τεχνολογικά έπονται των Κινέζων στην ανάπτυξη τεχνολογιών παραγωγής μπαταριών. Όμως, αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκην, ότι επειδή έχασαν τη φάση εισόδου στην αγορά ενός νέου προϊόντος θα υστερήσουν και στη φάση ωρίμανσης. Ήδη η Volkswagen προγραμματίζει επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη ύψους 180 δις Ευρώ έως το 2028. Όπως επίσης, ότι η μείωση της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ με τόσο υψηλό ποσοστό, δεν παραπέμπει αυτόματα σε αποβιομηχάνιση και ερήμωση, αρκεί η χώρα να υποκαταστήσει αυτές τις δραστηριότητες με άλλες, με υψηλότερη προστιθέμενη αξία και ενσωμάτωση μεγάλου βαθμού υψηλής τεχνολογίας. Άλλωστε, με μια ματιά στην κεφαλαιοποίηση των 7 “magnificent” εταιριών του Dow Jones, όπως έκλεισαν το 2023, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για τις Microsoft, Apple, Amazon, Alphabet, Meta, Nvidia του τεχνολογικού τομέα, ενώ συμπληρώνονται με την Tesla, η οποία μάλιστα κινδυνεύει να αντικατασταθεί από την κατασκευάστρια ημιαγωγών Broadcom, λόγω των μεγάλων ζημιών που κατέγραψε τον προηγούμενο χρόνο.
Μια μετατόπιση συνεπώς της οικονομικής δραστηριότητας από τις παραδοσιακές εταιρείες μεταποίησης σε νέες πολλά υποσχόμενες δραστηριότητες προσαρμοσμένες στις ανάγκες του μέλλοντος, αποτελεί και για τη Γερμανία απόφαση όχι μόνο για την παραμονή στην πρωτοπορία στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, αλλά και για τη συντήρηση των όποιων πλεονεκτημάτων διαθέτει στον τομέα της μεταποίησης. Άλλωστε, η ανάπτυξη εταιρειών καθαρά του τεχνολογικού τομέα, είναι εκείνη η οποία συνεισφέρει με προϊόντα και λύσεις στην ενσωμάτωση τεχνολογίας από τις παραδοσιακές βιομηχανίες, είτε πρόκειται για την Τεχνητή Νοημοσύνη, την Ρομποτική, τους αυτοματισμούς στην παραγωγή, την αυτόνομη κίνηση οχημάτων, συρμών κ.α. Το οικονομικό μοντέλο συνεπώς της σημαντικότερης οικονομίας της Ευρώπης, με την ευκαιρία των προβλημάτων που αντιμετωπίζει τώρα, πρέπει να αλλάξει, για να κερδίσει το μέλλον.
Το φάντασμα του Shaeuble ή η απουσία του κράτους
Απαραίτητη προϋπόθεση για μια επιτυχημένη μετάβαση στην επόμενη μέρα είναι η άμεση απομάκρυνση από πολιτικές και επιλογές του παρελθόντος. Η πολιτική των μηδενικών ελλειμμάτων, της αποχής του κράτους από επενδύσεις και εντέλει η προτεσταντική αντίληψη των φειδωλών περί λιτότητας, είναι ένα μείγμα αποτυχίας, το οποίο οδήγησε τις επιδόσεις της Γερμανίας στην τελευταία θέση μεταξύ των ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη. Η πολιτική της συντηρητικής Καγκελαρίου Merkel και του υπερσυντηρητικού υπουργού οικονομικών Saeuble, άφησε τη χώρα ανοχύρωτη στις αλλαγές που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη. Οι ανάγκες σε δημόσιες επενδύσεις εκσυγχρονισμού των υποδομών υπολογίζονται για τα επόμενα χρόνια από τα 5 μεγαλύτερα οικονομικά ινστιτούτα της χώρας, μεταξύ 500 και 700 δις Ευρώ.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να υπολογίσει κανείς και τις επενδύσεις για την εκπλήρωση της κλιματικής ουδετερότητας, που αυξάνονται συνεχώς λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών. Η χώρα χρειάζεται συντήρηση και επέκταση στα οδικά δίκτυα, στα δίκτυα σταθερής τροχιάς, στις μεταφορές με ποταμόπλοια, στις ενεργειακές υποδομές, στις τηλεπικοινωνίες, στις εκπαιδευτικές υποδομές, στα δίκτυα μεταφορών και αποθήκευσης πληροφοριών, στα νοσοκομεία και πλήθος άλλων αναγκών για παρεμβάσεις σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Όταν οι αγορές προσέφεραν στη Γερμανία κεφάλαια στην ουσία προς φύλαξη με αρνητικό επιτόκιο, τότε η γερμανική κυβέρνηση ορκιζόταν στην πολιτική των μηδενικών ελλειμμάτων μη αντιλαμβανόμενη ότι ο λογαριασμός αργά ή γρήγορα θα έρθει, μόνο που τότε ίσως θα κληθεί κάποιος άλλος που θα κυβερνά να πληρώσει πολύ ακριβότερα το μάρμαρο. Επειδή δε οι βασικές υποδομές μιας χώρας αποτελούν το σημαντικότερο στοιχείο για την επιλογή της ως τόπου εγκατάστασης μιας οικονομικής δραστηριότητας, είναι δε βασική προϋπόθεση για τη μελλοντική της ανάπτυξη, το έργο της συντήρησης και της επέκτασης των υποδομών δεν μπορεί να αναβάλλεται στο διηνεκές.
Υπάρχει συνεπώς ανάγκη αλλαγής οικονομικού μοντέλου, όχι μόνο στην επιλογή νέων δραστηριοτήτων υψηλής προστιθέμενης αξίας, στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, αλλά και στην νοοτροπία όπως και στο θεσμικό πλαίσιο που θα διαμορφώσει ένα νέο περιβάλλον, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και όραμα.
Βασικές αλλαγές για την ανάκαμψη
Για να επανέλθει η γερμανική οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης, απαιτούνται τρεις βασικές πρόδρομες παρεμβάσεις:
Πρώτον: Απαλλαγή από τη συνταγματική πρόνοια που επέβαλε το φρένο χρέους. Όταν το 2009 η Γερμανία εισήγαγε συνταγματική διάταξη που προέβλεπε ως ανώτατο όριο αύξησης του διαρθρωτικού δημοσιονομικού ελλείμματος (επαναλαμβανόμενες μόνιμες δαπάνες) στο 0,35% του ΑΕΠ, δεν φανταζόταν ότι φορούσε έναν ζουρλομανδύα, ο οποίος στην ουσία απαγόρευε την άσκηση αντικυκλικής πολιτικής τόνωσης της οικονομίας μέσω αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος. Έτσι τώρα, για να προβεί στην όποια αύξηση των δαπανών μέσω δανεισμού, που οδηγεί στην αύξηση του ελλείμματος, είναι απαραίτητο να υπάρξει αλλαγή στη ρύθμιση αυτή. Το γεγονός, ότι προς αυτή την κατεύθυνση συμβουλεύει την κυβέρνηση να κινηθεί και το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων των πέντε σοφών, βοηθάει πολιτικά, αρκεί αν πειστεί και ο ακραιφνώς υπέρ της διατήρησης τη διάταξης υπουργός οικονομικών κ. Lindner, ο γνωστός μας υπέρμαχος του πάλαι ποτέ Grexit.
Δεύτερον, αφού λυθεί το συνταγματικό πρόβλημα, θα πρέπει να σχηματισθεί ένα Ταμείο Επενδύσεων Υποδομών ύψους τουλάχιστον 500 δις Ευρώ, το οποίο να χρηματοδοτηθεί με δανειακά κεφάλαια. Μια πρόταση που προέκυψε από τη συνεργασία του Συνδέσμου Συνδικάτων με την Ένωση Γερμανικών Βιομηχανιών, η οποία στοχεύει στην αναβάθμιση των υποδομών της χώρας και συγκεκριμένα:
-Υποδομές στο εκπαιδευτικό σύστημα
-Ανάπτυξη υποδομών για την παραγωγή και διάθεση υδρογόνου
-Δίκτυο διανομής ρεύματος για ηλεκτρικά οχήματα
-Κατασκευή ενεργειακών δικτύων και μονάδων αποθήκευσης
Τρίτον, προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού από το εξωτερικό. Η έλλειψη κυρίως στελεχών επιχειρήσεων, αποτελεί σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Σε συνδυασμό με το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα που έχει η χώρα, η εισροή στελεχών από το εξωτερικό αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική λύση. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να καλλιεργηθεί και πνεύμα φιλικής εγκατάστασης και διαβίωσης για τα ενδιαφερόμενα «μυαλά» από όλον τον κόσμο, κάτι που σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βρετανία ή ακόμη και τη Γαλλία, στη Γερμανία συναντάται σε ορισμένους μόνο τομείς, όπως είναι οι ιατρικές υπηρεσίες.
Συμπερασματικά, το αν η Γερμανία θα καταφέρει να απεγκλωβιστεί από τη στασιμότητα ή όχι, απαντάται με την αγαπημένη στους οικονομολόγους φράση «εξαρτάται από». Αν λοιπόν καταφέρει να λύσει τα τρία παραπάνω θεσμικά προβλήματα, οι προοπτικές είναι καλές. Να μην ξεχνάμε, ότι η Γερμανία δεν είναι μόνο μεγάλη οικονομική δύναμη είναι και μια μεγάλη αγορά 85 εκατομμυρίων κατοίκων, των οποίων το βιοτικό αλλά και καταναλωτικό επίπεδο είναι από τα υψηλότερα της Ευρώπης. Άλλωστε, το ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από πολλές εταιρείες του εξωτερικού αποτυπώνεται στο μέγεθος των άμεσων ξένων επενδύσεων. Ακόμη και τώρα σε μια περίοδο στασιμότητας, πραγματοποιούνται μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις από πολύ σημαντικές εταιρείες του τεχνολογικού τομέα. Πρόσφατα ανακοίνωσε η Microsoft επένδυση ύψους 3,3 δις Ευρώ με αντικείμενο tην Tεχνητή Νοημοσύνη και την τεχνολογία Cloud στην περιοχή της Κολωνίας. Η TESLA υλοποιεί επενδυτικό πρόγραμμα παραγωγής αυτοκινήτων και μπαταριών περίπου 10 δις Ευρώ στο Βερολίνο, ενώ η INTEL ανακοίνωσε επένδυση μαμούθ 39 δις Ευρώ για την ανάπτυξη και παραγωγή ημιαγωγών στην πόλη του Μαγδεμβούργου. Κάτω από προϋποθέσεις λοιπόν η Γερμανία διαθέτει δυνάμεις ικανές να αναστρέψουν μεσοπρόθεσμα την κατάσταση, αρκεί να απαλλαγεί από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος και να προχωρήσει σε γενναίες θεσμικές αλλαγές, οι οποίες θα περιλαμβάνουν και μεταβολές στο οικονομικό μοντέλο, ικανό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του αύριο.
Χαράλαμπος Γκότσης, Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς