«Η κορυφαία οικονομία στον κόσμο». «Το μεγάλο comeback στις διεθνείς αγορές». «Η χώρα που πέτυχε στη μείωση του χρέους ό,τι καμία άλλη». «Η κυβέρνηση που έχει τη συνταγή κατά του λαϊκισμού». «Από κακός μαθητής, χώρα-πρότυπο μεταρρυθμίσεων και σταθερότητας». Είναι ορισμένοι από τους τίτλους που διαβάσαμε την τελευταία διετία για την Ελλάδα στα διεθνή μέσα -πρωτίστως στα οικονομικά-, αλλά και στα περίφημα reports επενδυτικών οίκων και οίκων αξιολόγησης.
Και δεν εκπλήσσουν. Η ελληνική οικονομία πράγματι πέτυχε πολλά. Επέδειξε την πλέον ανθεκτική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, μείωσε το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα και την εμπιστοσύνη των επενδυτών, περιόρισε την ανεργία σε ποσοστά που είχαμε να δούμε πολλά χρόνια.
Τα επιτεύγματα αυτά δεν αμφισβητούνται και δεν μειώνονται, αλλά ούτε και λένε όλο το στόρι. Η μάχη κατά της ακρίβειας δεν έχει κερδηθεί (η ψαλίδα είναι τεράστια σε βασικά αγαθά σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης). Και οι επενδύσεις, αν και έχουν ανακάμψει εντυπωσιακά, εξακολουθούν να είναι μακριά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως αναλογία του ΑΕΠ.
Ακόμη και έτσι, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το απόλυτο success story αν δεν υπήρχαν άλλα αγκάθια. Και αυτά δεν είναι οικονομικά. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι δεν είναι σοβαρά.
Όταν το Ευρωκοινοβούλιο καταδικάζει και επίσημα, με ψήφισμά του, την Ελλάδα για το κράτος δικαίου και την ελευθερία του Τύπου και όταν το ψήφισμα αυτό φέρει τη σφραγίδα 4 ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου, το να μιλάς για «προσπάθεια δυσφήμησης της χώρας με κινδυνολογίες», πολύ απλά δεν αρκεί. Χρειάζονται πιο πειστικές εξηγήσεις. Γιατί όσο κι αν «πετάει» η οικονομία, κάτι -είναι προφανές- δεν πηγαίνει καθόλου καλά. Κι αν θέλουμε να μιλάμε για χώρα-πρότυπο, τότε πρέπει να αντιληφθούμε πως «δεν είναι μόνο η οικονομία, ανόητε».