Η Ευρώπη το συνηθίζει να βάζει τον πήχη ψηλά και, ενίοτε, να περνά από κάτω. Αυτή τη φορά το διέπραξε διά της νέας «πράσινης» Κοινής Αγροτικής Πολιτικής όταν αποφάσισε ότι μπορεί να σώσει ταυτόχρονα και τον πλανήτη και την ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή. Ο στόχος είναι ευγενής, το μηδενικό ενεργειακό αποτύπωμα, έως το 2050. Ετέθη όμως χωρίς να έχουν προηγηθεί αξιόπιστες μελέτες ως προς τις οικονομικές, παραγωγικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η συνέπεια ήταν να φθάσουν τα τρακτέρ έξω από το Παρίσι, να απειληθεί έγερση νέου πανευρωπαϊκού «αγροτικού ζητήματος», και η Κομισιόν να υπαναχωρήσει ατάκτως και σιωπηρώς. Στο αναθεωρημένο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης το επιτελείο Φον ντερ Λάιεν απέσυρε, προσώρας, την πρόβλεψη για μείωση των εκπομπών αγροτικών αερίων κατά 30% στο διάστημα από το 2015 έως το 2040.
Πρακτικά, το πρόβλημα δεν επιλύεται. Απλώς, μπαίνει κάτω από το χαλί έως ότου κουραστούν οι αγρότες να κατεβαίνουν στους δρόμους και, κυρίως, έως ότου παρέλθει το πολιτικό ορόσημο των ευρωεκλογών και η ακροδεξιά απειλή.
Το μεγάλο αγκάθι όμως παραμένει ανοιχτό: Είναι η εφαρμογή της λεγόμενης «ενισχυμένης περιβαλλοντικής αιρεσιμότητας», που, μεταξύ άλλων, προβλέπει μείωση κατά 50% των φυτοφαρμάκων και αύξηση κατά 25% των βιολογικών καλλιεργειών έως το 2030. Κατά τους ειδικούς της αγοράς τα μέτρα αυτά θα οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγικότητας και του γεωργικού εισοδήματος έως και 20%. Στην Ελλάδα ως πολλαπλασιαστής του προβλήματος έρχεται η καταστροφή στη Θεσσαλία. Και σταθερός τροφοδότης του παραμένει η αντίληψη που θέλει, εν έτει 2024, την αγροτική πολιτική να ασκείται ακόμη διά των επιδοτήσεων και των αποζημιώσεων. Χωρίς εθνική στρατηγική δομημένη πάνω στους δύο πιο κρίσιμους παράγοντες της νέας εποχής την κλιματική αλλαγή και την επισιτιστική ασφάλεια.
Μοιάζει άδικο, διότι σύμφωνα με τον Economist η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις χώρες με τον υψηλότερο δείκτη ασφάλειας και ποιότητας τροφίμων παγκοσμίως. Πληροί, δηλαδή, τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία premium αγροτικού brand.
Για μία ακόμη φορά όμως φαίνεται να χάνουμε το τρένο. Διότι ουδείς έχει ασχοληθεί σοβαρά με το ερώτημα «τι γεωργία έχουμε» και «τι γεωργία μπορούμε, και θέλουμε, να έχουμε».