Όταν 400.000 μη μισθωτοί ασφαλισμένοι του ΕΦΚΑ κινδυνεύουν να χάσουν την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη την 1η Μαρτίου λόγω ληξιπρόθεσμων χρεών προς τον ΕΦΚΑ, είναι μια εξέλιξη που ξεφεύγει από την αποκαλούμενη «κανονικότητα».
Συγχρόνως εξηγεί και την αδιάκοπη άνοδο των ασφαλιστικών χρεών, τα οποία έχουν υπερβεί τα 47 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για έναν τεράστιο αριθμό πολιτών, οι οποίοι έχουν χρέη προς τον ΕΦΚΑ, δεν μπορούν να τα ρυθμίσουν γιατί οι δόσεις είναι μέχρι 24 και τα μηνιαία ποσά είναι εκτός των δυνατοτήτων τους, ενώ δεν μπορούν να πληρώνουν έγκαιρα και τις τρέχουσες εισφορές τους.
Συνέπεια της ασυνέπειάς τους είναι η απώλεια της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Είχε εμφανιστεί και πέρσι τον Μάιο και τότε, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, αποφασίστηκε να δοθεί μια περίοδος χάριτος έως το τέλος Φεβρουαρίου 2024, με την προϋπόθεση ότι θα πλήρωναν μόνο τις εισφορές υγείας -και θα πάγωναν οι υπόλοιπεςκαι θα διατηρούσαν την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Όμως, στη διάρκεια της περιόδου χάριτος όχι μόνο δεν λύθηκε το πρόβλημα, αλλά έγινε οξύτερο, καθώς προστέθηκαν και νέες οφειλές.
Έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί ξανά, μέσα σε προεκλογική περίοδο (ευρωεκλογές). Πριν από τις εκλογές, όμως, πάντοτε λέγονται και γίνονται μόνο τα ευχάριστα και έτσι το υπουργείο Εργασίας προσανατολίζεται να παρατείνει την περίοδο χάριτος για ένα ακόμη δίμηνο, και μετά τις εκλογές βλέπουμε.
Ωστόσο, το ζητούμενο δεν είναι οι παρατάσεις των παρατάσεων, κλοτσώντας το τενεκεδάκι παρακάτω, αλλά η οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος, ανεξάρτητα από τον εκλογικό κύκλο.
Αυτό προϋποθέτει την παραδοχή εκ μέρους του υπουργείου Εργασίας, αφενός πως δεν μπορεί να είναι «στρατηγικοί κακοπληρωτές» και οι 400.000 οφειλέτες του ΕΦΚΑ, αφετέρου πως δεν επαρκούν οι 24 δόσεις που προβλέπει η υφιστάμενη πάγια ρύθμιση.