Σύμφωνα με την Eurostat, το 2030 η Ελλάδα θα είναι η πιο γερασμένη χώρα της Ευρώπης.
Σύμφωνα, επίσης, με στοιχεία που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα στο συνέδριο του Economist ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης, ο ελληνικός πληθυσμός πιθανώς θα μειωθεί έως το 2050 ακόμη και κατά 1,5 εκατομμύριο. Και σύμφωνα με την εκτίμηση του ΟΟΣΑ, το 2085 στην Ελλάδα σχεδόν οι 80 στους 100 εργαζόμενους θα είναι άνω των 65 ετών.
Μοιάζει με δημογραφικό ολοκαύτωμα, αλλά η κυβέρνηση επιλέγει να το αντιμετωπίσει με αύξηση του επιδόματος γέννησης κατά 400 ευρώ. Σαν να πολεμάς τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα με σφεντόνες.
Δεν είναι μόνον ελληνικό το πρόβλημα, αλλά η εγχώρια θεώρηση μοιάζει δραματικά παρωχημένη. Στηρίζει επιδοματικά το πρότυπο μιας μητρότητας που δεν υπάρχει πια. Αρνείται να δει τις ριζικές ανατροπές που έχουν συντελεστεί στην κοινωνία και αγνοεί την ανάγκη νέων ισορροπιών μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.
Υποτιμά βαριά την εισοδηματική συρρίκνωση και την οικονομική αδυναμία των νέων. Προσπερνά το βαθύ και δομικό έλλειμμα – την απουσία υποδομών και εύκολης πρόσβασης σε υποδομές προσχολικής αγωγής και φύλαξης παιδιών: Σύμφωνα με τη μεγάλη μελέτη του ΙΟΒΕ για το δημογραφικό, το 2020 περίπου το 50% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών στην Ελλάδα βρίσκονταν εκτός επίσημων δομών προσχολικής αγωγής.
Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, ούτε τις έχουν βρει οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Προσπαθούν όμως με διαφορετική, ολιστική προσέγγιση. Στη Σουηδία ρίχνουν όλο το βάρος στην προστασία και διεύρυνση των εργασιακών δικαιωμάτων των γονέων και αν μη τι άλλο παρέχουν πλήρη πρόσβαση στην προσχολική φροντίδα. Στη Γαλλία έχουν υιοθετήσει τις επιδοτούμενες ευέλικτες άδειες, έως και τρία χρόνια, είτε για τον πατέρα είτε για τη μητέρα.
Υπάρχει και το άλλο υπόδειγμα, που δεν προσφέρεται απαραιτήτως προς μίμηση: Στη Γερμανία, αντί να αντιμετωπίσουν το δημογραφικό, διαχειρίζονται απλώς το έλλειμμα εργατικού δυναμικού που επιφέρει. Ως αποτέλεσμα, πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι είναι σήμερα άνω των 65 ετών και εξ αυτών οι 13.000 είναι άνω των 85. Ανάμεσά τους βρίσκονται, σύμφωνα με τη Les Echos, και 446 επαγγελματίες οδηγοί λεωφορείων…