Του Χαράλαμπου Γκότση
Καθηγητή Οικονομικών, τ. Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Χωρίς αμφιβολία, η άποψη που επικρατεί στα οικονομικά επιτελεία χωρών και μεγάλων τραπεζών, αλλά και στα εγνωσμένου κύρους επιστημονικά ινστιτούτα, που έχουν ως αποστολή την παρακολούθηση, τις προβλέψεις αλλά και τις προτάσεις για την εφαρμοζόμενη συγκυριακή πολιτική, είναι, ότι το 2024 θα σφραγιστεί από μια ήπια έως μέτρια επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας γενικότερα, αλλά και αρκετών μεμονωμένων, ή ενώσεων χωρών, ειδικότερα. Για την εξέλιξη θα παίξει πολύ μεγάλο ρόλο η πορεία του πληθωρισμού, η οποία καθορίζει και τις σχετικές αποφάσεις για τα επιτόκια αναφοράς, τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά στις σχετικές με το δανεισμό τους αποφάσεις, ανάλογα με τις εκάστοτε επιτοκιακές επιβαρύνσεις.
Όλα αυτά κυρίως σε μια εποχή αλυσιδωτών κρίσεων, που ουδείς γνωρίζει ούτε την εξέλιξή τους, ούτε το τέλος τους, αλλά ακόμη χειρότερο πότε θα εμφανιστεί μια νέα αστάθεια, είτε πρόκειται για συμμετοχή περισσότερων κρατικών σχηματισμών στις πολεμικές συγκρούσεις, είτε αν αναλάβει το τιμόνι της Δύσης, η μόνη χώρα που κατά τεκμήριο μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλειά μας, ένας πρόεδρος που έχει ως όραμα το “America first” στη νέα μάλιστα εκδοχή του, αφού τα τελευταία χρόνια τα πέρασε ως πληγωμένο λιοντάρι, του οποίου ήρθε η ώρα να δείξει στους αντιπάλους του τι σημαίνει “Animal Instincts”. Φρόντισε μάλιστα να ξεκαθαρίσει, ότι «η Αμερική δε θα σπεύσει να βοηθήσει στην άμυνα της Ευρώπης, σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση» (Politico). Χαράς ευαγγέλια βέβαια για την αμερικανική οικονομία, βλέποντας τις παραγγελίες αμυντικού υλικού από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να αυξάνονται.
Οι αντιφατικές δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων
Και ενώ με την αλλαγή του έτους υπήρξε μια σχετική ευφορία σε ότι αφορά στην πλεύση της πλατφόρμας επιτοκίων και μάλιστα με το ίδιο τέμπο που παρακολουθήσαμε τον τελευταίο 1,5 χρόνο, όπου η ΕΚΤ με βίαιο τρόπο αύξησε το επιτόκιο αναφοράς από το μηδέν στο 4,5%, στην πορεία φαίνεται να επανέρχεται ένα κλίμα αμφισβήτησης, που μετριάζει τις προσδοκίες όχι μόνο ως προς το χρόνο καμπής αλλά και της δοσολογίας.
Η καθ’ ύλην αρμόδια για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη Κριστίν Λαγκάρντ, εκφράζεται πάντα με μεγάλη επιφυλακτικότητα κυρίως για το χρόνο έναρξης της πτωτικής πορείας, ήδη από τα μέσα του Δεκέμβρη του απελθόντος έτους, επισημαίνοντας ορθώς, ότι ναι μεν θα μπορούσαμε να δούμε μεταβολή από το καλοκαίρι, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι θα υπάρξει πρώτα μια μακρά περίοδος σταθερότητας των επιτοκίων (ακινησίας) καθώς και μια ευνοϊκή εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών. Για να τονίσει επιπρόσθετα, ότι στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δεν έχει γίνει καμία συζήτηση ούτε τέθηκε παρόμοιο θέμα. Καυτηρίασε μάλιστα κύκλους των αγορών, οι οποίοι σπεκουλάρουν επιθετικά σε μια σύντομη μείωση και δημιουργούν προσδοκίες που δυσχεραίνουν το έργο της κεντρικής τράπεζας.
Εξάλλου, φαίνεται ότι αισθάνθηκε την ανάγκη προ ημερών στο Forum του Νταβός, να επανέλθει σε συνέντευξή της, ώστε να περιορίσει τις υπερβολικές προσδοκίες που καλλιεργούνται στην χρηματοπιστωτική αγορά από τράπεζες και επενδυτικούς οίκους, περί φθηνότερου χρήματος και επενδυτικών ευκαιριών. Έτσι στην ερώτηση, αν συμφωνεί με την άποψη αξιωματούχων της ΕΚΤ, ότι υφίσταται πιθανότητα να έχουμε το καλοκαίρι την πρώτη μείωση των επιτοκίων, απάντησε: “It’s their job to say it’s likely that …would say it’s likely, too.” Συνεπώς, η πιθανότητα υπάρχει, αλλά αυτό δεν είναι βέβαιο και θα εξαρτηθεί από την περαιτέρω εξέλιξη του πληθωρισμού, τη χρονική διάρκεια (time lag) για την πλήρη δράση του μηχανισμού μετάβασης των επιτοκιακών προσαρμογών, αλλά και την εξέλιξη μέσα στο χρόνο της οικονομικής συγκυρίας. Αν σ’ αυτές τις τοποθετήσεις προσθέσουμε και τις δηλώσεις περί πρόωρων σκέψεων για μείωση των επιτοκίων πριν από τα τέλη του έτους, των διοικητών των κεντρικών τραπεζών της Αυστρίας και της Γερμανίας, τότε η εκτίμησή μας συγκλίνει στην άποψη, ότι ο χρόνος της καμπής αναβάλλεται προς το φθινόπωρο, αν και μια χαλάρωση θα ενίσχυε της προσπάθειες της Γερμανίας να εξέλθει από το τούνελ της ύφεσης. Έτσι, προκειμένου να ληφθούν άκαιρα αποφάσεις και να αναγκαστεί η ΕΚΤ να επαναφέρει άρτι αποσυρθέντα μέτρα, είναι βέβαιο ότι θα πρέπει να σχεδιαστεί με μεγάλη προσοχή για να μην διακινδυνεύσει την αξιοπιστία της.
Γιατί προβληματίζει μια εσπευσμένη μείωση
Η ψύχραιμη απαλλαγμένη από κερδοσκοπικές φαντασιώσεις ανάλυση παραπέμπει σε επιφυλάξεις πρώτου μεγέθους.
Πρώτον, διότι η πληθωριστική λαίλαπα των τελευταίων ετών, μπορεί να εγκατέλειψε τον επιθετικό της χαρακτήρα, δεν έχει όμως εγκατασταθεί σε ήρεμα νερά έστω τουλάχιστον πλησίον του 2% που απαιτείται. Υπάρχουν σε εξέλιξη δυνάμεις, όπως τα προβλήματα με τις εφοδιαστικές αλυσίδες, (πρώτες ύλες, σημαντικά εξαρτήματα για την ευρωπαϊκή παραγωγή, τελικά προϊόντα), υλοποίηση επενδύσεων απεξάρτησης, ανοικτά μέτωπα πολέμων για τους οποίους ουδείς ισχυρίζεται ότι υπάρχει στον ορίζοντα ένα ορατό τέλος. Αντίθετα, τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή, έχουν πάρει επικίνδυνη τροπή με την αυξανόμενη συμμετοχή χωρών στα πεδία των διεκδικήσεων και των μαχών, η οποία ενισχύει τις ανησυχίες για ευρύτερες γεωπολιτικές αναταράξεις, που πλήττουν ευθέως τις προοπτικές της παγκόσμιας ειρήνης.
Δεύτερον, η κλιμάκωση του μερικού προς το παρόν αποκλεισμού, της σημαντικής για το διεθνές εμπόριο διέλευσης των πλοίων, μέσω της Ερυθράς Θάλασσας και της Διώρυγας του Σουέζ, οδηγεί σε επιμήκυνση του χρόνου παράδοσης πρώτων υλών, ενδιάμεσων προϊόντων, τεχνολογικού εξοπλισμού αλλά και τελικών προϊόντων χαμηλότερου κόστους, αύξηση του κόστους μεταφοράς, των ασφαλίστρων κλπ., τα οποία μαζί θα επηρεάσουν χωρίς αμφιβολία και τις τελικές τιμές στις καταναλωτικές αγορές της Ευρώπης, των ενεργειακών προϊόντων συμπεριλαμβανομένων. Συνεπώς, η αναμενόμενη τιθάσευση του πληθωρισμού και η σταθεροποίησή του μεσοπρόθεσμα, ως προϋπόθεση για την έναρξη των μειώσεων, αποτελεί ένα ζητούμενο, το οποίο είναι αδύνατο να απαντηθεί με κάποιο βαθμό αξιοπιστίας.
Τελικά, όλα δείχνουν, ότι το Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα περιμένει πρώτα να εξελιχθούν μέσα στην άνοιξη σημαντικά στοιχεία για τον πληθωρισμό, τις μισθολογικές συμφωνίες, αλλά και τις προβλέψεις για την πορεία των τιμών και ιδιαίτερα του δομικού πληθωρισμού. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί πριν από τον Ιούνιο, παρότι θα δυσχεράνει τις προσπάθειες της Γερμανίας για ανάκαμψη. Επίσης, σε ό,τι αφορά στη δοσολογία, όλες οι επίσημες δηλώσεις, τόσο στελεχών της ΕΚΤ όσο και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ συγκλίνουν, ότι θα είναι μέτριας έντασης και θα προσεγγίσουν συνολικά στο έτος περισσότερο το 0,75% παρά το 1,5% που αναμένουν οι αγορές. Σ ’αυτή την περίπτωση, η επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα θα είναι περιορισμένη, κυρίως διότι οι επιχειρήσεις θα συνεχίσουν την επιφυλακτικότητα για άμεση διενέργεια επενδύσεων, επειδή εύλογα θα αναμένουν την περαιτέρω καθοδική πορεία του κόστους χρήματος. Όμως, η σημασία της πρώτης απόφασης για μείωση των επιτοκίων είναι μεγάλη, αφού σηματοδοτεί την μετάβαση από το ακριβό στο φθηνότερο χρήμα για την περίοδο που ακολουθεί.