Skip to main content

Ο σκληρός πυρήνας της ανεργίας

REUTERS/Hannah McKay

Το παράδοξο στην ελληνική αγορά εργασίας είναι, ότι ενώ εμφανίζει μετά την Ισπανία τους υψηλότερους δείκτες ανεργίας στην Ευρώπη, ταυτόχρονα υπάρχουν κλάδοι, οι οποίοι αδυνατούν να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας που προσφέρουν

Η διαπίστωση, ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία στις μέρες μας είναι ο πληθωρισμός, στην πιο απειλητική  μάλιστα μορφή του, που είναι η ακρίβεια στα βασικά είδη διαβίωσης, όπως είναι τα τρόφιμα, τα καύσιμα και η στέγη, περιέχεται τα τελευταία δύο χρόνια σε όλες τις δημοσιευμένες σχετικές μελέτες. Επειδή όμως, όπως γνωρίζουμε, όλα τα οικονομικά μεγέθη συνδέονται μεταξύ τους, έτσι και η επιβάρυνση των πολιτών από την ακρίβεια συναρτάται σε μεγάλο βαθμό με την εξέλιξη κυρίως των μισθών αλλά και της απασχόλησης.

Σε ό,τι αφορά τους μισθούς, σημασία έχει εκτός από το ονομαστικό τους μέγεθος και η αγοραστική τους δύναμη, ενώ η  απασχόληση διασφαλίζει την ύπαρξη κάποιου έστω εισοδήματος.

Συνήθως η ονομαστική ενίσχυση των μισθών υποκρύπτει την κάλυψη ενός μέρους μόνο των απωλειών από την προηγηθείσα άνοδο των τιμών, ενώ στην πραγματικότητα το πραγματικό εισόδημα μειώνεται, παρά την ψευδαίσθηση που καλλιεργείται στους αποδέκτες λόγω του φαινομένου της «αυταπάτης του χρήματος».

Όμως, για έναν άνεργο το ποσοστό της ανεργίας δεν είναι  10,7% που αφορά στο σύνολο του πληθυσμού, αλλά 100%, με ότι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική του θέση, αλλά και την ψυχολογική του συγκρότηση.

Η προβληματική αγορά εργασίας στην Ελλάδα

Στην χώρα μας ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Νοέμβριος 2023), ανέρχεται συνολικά περίπου στα 4,6 εκ άτομα (4,16 εκ εργαζόμενοι και 429.806 άνεργοι. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό εργαζομένων, υπολειπόμενο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά 11,7%. Ταυτόχρονα αυξάνεται διαρκώς από χρόνο σε χρόνο ο αριθμός των ατόμων που δεν προσμετρώνται στο εργατικό δυναμικό, ο οποίος προσεγγίζει τα 3,2 εκ, κάτι που οφείλεται κυρίως στη σταδιακή γήρανση του πληθυσμού της χώρας. Το άκρως ανησυχητικό δε είναι, ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο συσχετισμός θα επιδεινωθεί περαιτέρω μέχρι το 2050 εις βάρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού κατά περίπου 6,5%. Σε ό,τι αφορά στο ποσοστό ανεργίας τώρα, η τάση τα τελευταία χρόνια βαίνει συνεχώς μειούμενη, προσεγγίζοντας μονοψήφιο αριθμό. Εκεί όμως συναντά το σκληρό πυρήνα του προβλήματος με βασικά αίτια τα διαρθρωτικά προβλήματα, όχι μόνο της αγοράς εργασίας, αλλά και του συνόλου της οικονομίας.  Πέραν της μεγάλης συμμετοχής των γυναικών και των νέων στην ανεργία, δυσμενή ποιοτικά χαρακτηριστικά επιδεινώνουν το πρόβλημα, θέτοντας σε αμφισβήτηση τις μακροπρόθεσμες προοπτικές στην ανάπτυξη της οικονομίας μας και συνεπώς στην πολυπόθητη διατηρήσιμη ευημερία του κοινωνικού συνόλου.

Το παράδοξο στην ελληνική αγορά εργασίας είναι, ότι ενώ εμφανίζει μετά την Ισπανία τους υψηλότερους δείκτες ανεργίας στην Ευρώπη, ταυτόχρονα υπάρχουν κλάδοι, οι οποίοι αδυνατούν να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας που προσφέρουν, με σκοπό την αξιοποίηση  της συνολικής παραγωγικής δυναμικότητάς τους.

Από τη μια κλάδοι, όπως η οικοδομή, η εστίαση με τις ξενοδοχειακές υπηρεσίες καθώς και ο πρωτογενής τομέας, αντιμετωπίζουν,  όχι μόνο εποχιακά αλλά σε ετήσια βάση, μεγάλες δυσκολίες να εξεύρουν εργαζόμενους, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι χαμηλής εξειδίκευσης. Χωρίς βέβαια αυτό κατ’ ανάγκην να είναι αρνητικό, αφού στους δύο πρώτους αναλώνονται πολύτιμοι πόροι, οι οποίοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη διενέργεια παραγωγικών επενδύσεων.

Από την άλλη διαπιστώνεται μεγάλη έλλειψη για άτομα υψηλής εξειδίκευσης , κυρίως στον τεχνολογικό τομέα. Άλλωστε, η μικρή συμμετοχή με μόλις 32% ατόμων με υψηλή εξειδίκευση στο σύνολο των απασχολουμένων στις ελληνικές επιχειρήσεις, είναι ενδεικτική, και για το χαμηλό μισθολογικό τους επίπεδο, το οποίο διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης υπό την πίεση και των δανειστών. Τελικά, η μείωση του μισθολογικού κόστους, στο οποίο στηρίχθηκε αποκλειστικά η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας, όχι μόνο δε βοήθησε σημαντικά στη μείωση της εξάρτησης της χώρας από τις εισαγωγές και την αύξηση των εξαγωγών, αλλά λειτούργησε και αποτρεπτικά στην προώθηση επενδύσεων τεχνολογικού και οργανωτικού εκσυγχρονισμού στο εσωτερικό, αφού τα κέρδη σε μια στρεβλή και προστατευμένη αγορά, ούτως ή άλλως είναι εξασφαλισμένα. Έτσι, η χώρα παραμένει ουραγός μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ψηφιοποίηση της οικονομίας, απασχολώντας μόνο το 2,5% στο σύνολο των εργαζομένων στον τομέα της τεχνολογίας.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την έναρξη της οικονομικής κρίσης, όταν αποστραγγίσθηκε     η αγορά με την υποχρεωτική εγκατάλειψη της χώρας από 600.000 νέους επιστήμονες, οι οποίοι αναζήτησαν εργασία σε χώρες του εξωτερικού στερώντας τη χώρα από πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο θα μπορούσε να συμβάλλει στην ανόρθωση της οικονομίας. Δυστυχώς δε η εκροή στελεχών συνεχίζεται, ενώ οι βερμπαλιστικές  εκκλήσεις για επιστροφή στην πατρίδα δε βρίσκουν ανταπόκριση από τους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι εν τω μεταξύ δημιούργησαν οικονομικούς και κοινωνικούς δεσμούς στις χώρες υποδοχής, οι οποίες προσφέρουν υψηλότερο επίπεδο  διαβίωσης.

Μόνη διέξοδος η αύξηση της παραγωγικότητας

Έτσι, με τη δομή της οικονομίας, όπου επενδύσεις και προσδοκώμενη απόδοση επικεντρώνονται σε δύο μόνο κλάδους, οικοδομή και τουρισμός, με χαμηλή συμμετοχή της τεχνολογίας στην παραγωγή και τις οικονομίες κλίμακος να απαντώνται μόνο σε λίγους περιορισμένης συμμετοχής στο ΑΕΠ τομείς, είναι αυτονόητο ότι απαιτούνται δραστικές αλλαγές για να διασφαλιστεί μια ικανοποιητική συμμετοχή στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Στόχος η βελτίωση της παραγωγικότητας αξιοποιώντας τις τεχνολογίες αιχμής, ενσωματώνοντας το μη ενεργό διαθέσιμο τμήμα του πληθυσμού στην παραγωγική διαδικασία καθώς και επιταχύνοντας το μετασχηματισμό του οικονομικού μοντέλου με επενδύσεις και επιλογές μακροπρόθεσμης αναπτυξιακής προοπτικής. Όταν όμως το Ελληνικό Συμβούλιο Παραγωγικότητας διαπιστώνει, ότι η χώρα βρίσκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι του ψηφιακού μετασχηματισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε προβάλλει η ανάγκη για αλλαγή πορείας στις μέχρι τώρα επιλογές με ταυτόχρονη επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων. Είναι άλλωστε πασιφανές, ότι η χώρα έχει εγκλωβιστεί σε μια περιοχή ανταγωνιστικότητας, όπου αφενός δεν είναι σε θέση  να ανταγωνιστεί τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες λόγω ποιότητας των προϊόντων και αξιοποίησης των καναλιών προώθησης, ενώ από τη άλλη παράγει ακριβότερα σε σχέση με τους λιγότερα ανεπτυγμένους ανταγωνιστές της. Με τη συμμετοχή του κλάδου της τεχνολογίας μόλις στο 2,5% στο σύνολο των εργαζομένων, είναι αδύνατο η ελληνική οικονομία να παράσχει τα εξαγώγιμα υψηλής προστιθέμενης αξίας που απαιτούνται για την αναγκαία σύγκλιση προς το ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον, αλλά και να διασφαλίσει για τα ικανά στελέχη αξιοπρεπείς μισθούς.

Έτσι, με στόχο τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή προοπτική, η χώρα θα πρέπει να επικεντρώσει τις προσπάθειες σε δύο κυρίως άξονες:

α. Τη βελτίωση της ποιότητας του εργατικού δυναμικού με προγράμματα εξειδίκευσης σε συνεργασία Πανεπιστημίων και Επιχειρήσεων, ενισχύοντας ταυτόχρονα τους διαθέσιμους πόρους για έρευνα και ανάπτυξη. Χρειαζόμαστε επειγόντως ειδικούς σε τεχνολογικές περιοχές, όπως είναι η Τεχνητή Νοημοσύνη, η τεχνολογία μεγάλων συστημάτων διαχείρισης δεδομένων,  τυποποίησης  και αυτοματοποίησης διαδικασιών και λειτουργιών, ρομποτικής και παντός είδους καινοτομικές επινοήσεις, οι οποίες θα φέρουν τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες  ένα βήμα μπροστά από τους ανταγωνιστές μας.

β. Χωρίς αμφιβολία, οι ριζικές αυτές αλλαγές  προϋποθέτουν και τον αναπροσανατολισμό των επενδύσεων, τόσο των δημοσίων φορέων όσο και των επιχειρήσεων. Η ενίσχυση των διαθέσιμων πόρων στον τεχνολογικό τομέα θα βελτιώσει τόσο την ενσωμάτωση της τεχνολογίας σε όλες τις επιχειρήσεις όπως και την εξέλιξη ειδικών στελεχών, ικανών να υποστηρίξουν όχι μόνο τις επενδύσεις αλλά και την  παραγωγική τους διαδικασία.

Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει αυτόματα με την αναγνώριση αυτής της αναγκαιότητας είναι, αν με τα σημερινά δεδομένα η ελληνική πολιτεία, κυρίως σε ότι αφορά στα πολύ σημαντικά διαθέσιμα του Ταμείου Ανάκαμψης, δείχνει ότι ακολουθεί έναν τέτοιο προσανατολισμό. Δυστυχώς η απάντηση είναι όχι, κυρίως όταν αυτό προκύπτει μέσα από την Έκθεση του Ελληνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, στην οποία αναφέρεται ότι «ενδέχεται να μην είναι πλήρως εναρμονισμένο με τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους της Ελλάδας λόγω της υπερβολικής εξάρτησής του από συγκεκριμένους τομείς, κυρίως τις κατασκευές, οι οποίοι δεν μπορούν να υποστηρίξουν επαρκώς τους ευρύτερους στόχους μιας δίκαιης ανάπτυξης…». Είναι ευτυχώς ακόμη καιρός για μια νέα αξιολόγηση της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής, να γίνουν θαρραλέες, πρωτοποριακές αλλαγές, ώστε να μη χαθεί μια ακόμη ευκαιρία!

*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς