Η ενιαία αντιμετώπιση όλων των πολιτών απέναντι στο ίδιο πρόβλημα, συνιστά θεμέλιο λίθο μας κοινωνίας που σέβεται τον εαυτό της και φυσικά, τα μέλη της. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για εργαζόμενους που ασκούν το ίδιο επάγγελμα!
Στο χώρο της εκπαίδευσης, για παράδειγμα, οι διακρίσεις ανάμεσα στους αναπληρωτές και στους μόνιμους εκπαιδευτικούς, αγγίζουν τα όρια της κοινωνικής αναλγησίας. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το ζήτημα που ανέδειξε προ ημερών η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας (ΔΟΕ) και αφορά τα εργατικά ατυχήματα των εκπαιδευτικών.
Όσοι έχουν την… ατυχία να είναι αναπληρωτές, εάν υποστούν κάποιο ατύχημα στο χώρο εργασίας τους, δικαιούνται μόλις 15 ημέρες αναρρωτική άδεια, στον μέγιστο βαθμό. Μετά την πάροδο του 15νθημέρου οι εν λόγω εργαζόμενοι, αν και τραυματίες, στερούνται της προϋπηρεσίας τους, αλλά ακόμα και του μισθού τους!
Η Ομοσπονδία καταγγέλλει επίσημα την περίπτωση αναπληρώτριας εκπαιδευτικού, η οποία υπέστη ατύχημα στο σχολείο όπου εργαζόταν, εγχειρίστηκε και θα πρέπει να μείνει στο σπίτι της, τουλάχιστον για ένα τρίμηνο. Με την ισχύουσα νομοθεσία, κάτι τέτοιο αν συμβεί θα έχει οδυνηρές εργασιακές επιπτώσεις για την ίδια…
Προφανώς και η νέα υπουργός Εργασίας, Δόμνα Μιχαηλίδου, δεν οφείλει να γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες, που σχετίζονται με το εργατικό δίκαιο και ειδικά για τόσο εξειδικευμένα θέματα, όπως είναι τα εργατικά ατυχήματα. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για αναπληρωτές εκπαιδευτικούς. Μικρή επισήμανση: Η κυρία Μιχαηλίδου, πριν αναβαθμιστεί στην θέση του επικεφαλής του υπουργείου Εργασίας, κατείχε το πόστο της υφυπουργού Παιδείας! Άρα, αυξάνονται οι πιθανότητες να γνωρίζει τέτοια «λεπτά» εργασιακά θέματα.
Ζητούμενο, ωστόσο, πέρα από την γνώση αυτών των κρίσιμων θεμάτων για την υγεία των πολιτών, αποτελεί και η αντιμετώπισή τους. Η υγεία και η ασφάλεια στους χώρους εργασίας, είναι ένα διαρκές ερωτηματικό, για τη χώρα που το 2023 κατέγραψε θλιβερό ρεκόρ εργατικών ατυχημάτων (186), αισθητά αυξημένο από τα 104 του 2022. Ουσιαστικά, είχαμε ένα εργατικό ατύχημα κάθε δύο μέρες, γεγονός που ασφαλώς και πρέπει να προβληματίσει συνολικά την Πολιτεία και την Κυβέρνηση. Όταν όμως, ακόμα και σε επίπεδο αναρρωτικών αδειών δεν υπάρχει η παραμικρή διασφάλιση του εργαζόμενου, τότε το πρόβλημα διογκώνεται υπέρμετρα.
Μην ξεχνάμε ότι η εκπαιδευτική κοινότητα διαμαρτύρεται συνεχώς για ζητήματα που αφορούν την καταλληλότητα των χώρων διδασκαλίας. Προβλήματα που διαπιστώνονται και σχετίζονται όχι μόνο με την υγεία των εκπαιδευτικών, αλλά και των ίδιων των μαθητών. Σε ένα τόσο ευαίσθητο τομέα, όπως είναι η εκπαίδευση (δημόσια και ιδιωτική), θα περίμενε κανείς να υπάρχουν διασφαλισμένες καλύτερες συνθήκες εργασίας, όχι το αντίθετο. Πόσο μάλλον όταν το πρόβλημα, από τις τραγικές κτιριακές υποδομές, επεκτείνεται στις ίδιες τις συνθήκες εργασίας. Καιρός είναι αυτό να αλλάξει και οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί να πάψουν να υφίστανται την ταπείνωση ότι αποτελούν εργαζόμενους β’ κατηγορίας.