Αν ο πληθωρισμός -και ειδικά αυτός των τροφίμων- είναι πράγματι εισαγόμενος, όπως υποστηρίζουν κυβερνητικά στελέχη, θα έπρεπε να είχε ήδη αποκλιμακωθεί από το φθινόπωρο.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που αφορούν τις μεταβολές των τιμών χονδρικής των εισαγόμενων ειδών.
Τι μας λέει η ΕΛΣΤΑΤ; Πως από τον περασμένο Αύγουστο οι τιμές χονδρικής των εισαγόμενων τροφίμων και πρώτων υλών (που είναι και τα περισσότερα που καταναλώνονται στη εγχώρια αγορά) είτε έχουν οριακή αύξηση (0,6% τον Αύγουστο), είτε έχουν μειωθεί κατά 1,3% τον Σεπτέμβριο, κατά 0,4% τον Οκτώβριο και κατά 1,7% τον Νοέμβριο.
Εφόσον η ΕΛΣΤΑΤ αποτυπώνει την πραγματικότητα, σε μια κανονική αγορά θα έπρεπε να αποκλιμακωθούν αντίστοιχα και οι λιανικές τιμές των τροφίμων, καθώς μειώθηκαν ή φρέναραν οι τιμές των εισαγόμενων τελικών αγαθών και πρώτων υλών.
Στην Ελλάδα, όμως, οι τιμές λιανικής ακολούθησαν αντίθετη πορεία, ανοδική. Τον Αύγουστο, ο δείκτης των τροφίμων αυξήθηκε κατά 10,7%, τον Σεπτέμβριο κατά 9,4%, τον Οκτώβριο 9,9%, τον Νοέμβριο 9% και τον Δεκέμβριο κατά 8,9%.
Διαπιστώνεται μια χαώδης διαφορά μεταξύ του εισαγόμενου και του εγχώριου πληθωρισμού των τροφίμων και άρα, κάτι άλλο φταίει για τις αλυσιδωτές ανατιμήσεις που καταγράφονται στο ράφι και φέρνουν σε αδιέξοδο μικρά και μεσαία εισοδήματα.
Συγχρόνως, το επιχείρημα του εισαγόμενου πληθωρισμού ως πηγής ανατιμήσεων κλυδωνίζεται και από τη διαπίστωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ότι το ίδιο προϊόν πωλείται ακριβότερα στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Σαφώς και το δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον έφταιξε και την τελευταία τριετία πυροδότησε εκρηκτικές ανατιμήσεις παγκοσμίως και στην Ελλάδα. Όταν όμως το διεθνές περιβάλλον καθίσταται ευνοϊκό, θα οφείλει να προσαρμόζεται αντίστοιχα και η ελληνική αγορά λιανικής.
Και όσο δεν υπάρχει αυτή η άμεση αντίδραση, σημαίνει πως η ελληνική αγορά έχει πρόβλημα, το οποίο δεν λύνεται αναζητώντας δικαιολογίες, αλλά αντικρίζοντας κατάματα την πραγματικότητα.