Για την Ελλάδα το 2024 είναι η χρονιά της μεγάλης και ώριμης δημοκρατίας – των 50 χρόνων από τη μεταπολίτευση.
Για την Ευρώπη είναι η χρονιά της ορμητικής ακροδεξιάς απειλής εν όψει ευρωεκλογών και για την Αμερική η ώρα της μεγάλης δοκιμασίας, ή και της μεγάλης ανατριχίλας: οι προεδρικές εκλογές του Νοέμβρη θα δείξουν πόσο σοφότερη έγινε, ή δεν έγινε, η αμερικανική δημοκρατία μετά τα σκοτεινά χρόνια του τραμπισμού και το άγος του Καπιτωλίου.
Και τα τρία ορόσημα συναντώνται στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η δυτική δημοκρατία σε μια εποχή οξείας γεωπολιτικής ρευστότητας και πρωτοφανών απειλών. Από τους δύο παράλληλους πολέμους σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή έως τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και από την κλιματική κρίση έως τις ανατροπές της τεχνητής νοημοσύνης και την καταιγίδα της παραπληροφόρησης, όλα διαμορφώνουν νέα αχαρτογράφητα και, ενίοτε, επικίνδυνα νερά για τις σύγχρονες δημοκρατίες.
Κι όλα μαζί διαβρώνουν την αξία της μοναδικής δημοκρατικής βεβαιότητας – της βεβαιότητας ότι η δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη.
Ο Μπαράκ Ομπάμα είχε προειδοποιήσει νωρίς, αλλά μπορεί και μάταια, ότι «η δημοκρατία δεν αυτοσυντηρείται». Ο Μακρόν αναγνώρισε, μάλλον κατόπιν εορτής, ότι «είμαστε μια δημοκρατία πολλές φορές αφελής μπροστά στα εργαλεία της προπαγάνδας».
Και οι Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ, στο βιβλίο τους «Πώς πεθαίνουν οι Δημοκρατίες» που γράφτηκε μετά την επέλαση της προεδρίας Τραμπ, διαμήνυσαν ότι «ο εκλογικός δρόμος προς την κατάλυση της Δημοκρατίας είναι, ίσως, ο πιο ύπουλος. Και το τραγικό παράδοξο, στην περίπτωση του εκλογικού δρόμου προς τον αυταρχισμό, είναι ότι αυτοί που επιδιώκουν την κατάλυση της Δημοκρατίας χρησιμοποιούν, συχνά, τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς, ώστε, σταδιακά, ανεπαισθήτως, ακόμα και νομοτύπως, να επιτύχουν τον σκοπό τους».
Το πόσο θωρακισμένες είναι οι κοινωνίες της Δύσης απέναντι σ’ αυτές τις υπόγειες απειλές θα αποτελέσει ίσως το μεγάλο και ζωτικό διακύβευμα του 2024. Και το πόσο ανθεκτικό είναι το οικοδόμημα της δυτικής δημοκρατίας θα κριθεί από τον βαθμό εμπλοκής των πολιτών του στη μάχη του (μη) αυτονόητου.