Αν οι αγορές έγραφαν γράμμα στον Αϊ-Βασίλη, δύο πράγματα θα ζητούσαν: τη μείωση των επιτοκίων και την άρση των αβεβαιοτήτων στην παγκόσμια οικονομία.
Το 2023 που φεύγει δεν ήταν από τις καλύτερες χρονιές τόσο για την Ελλάδα όσο και για την παγκόσμια κοινότητα.
Στη χώρα μας ο απολογισμός γράφει δυστυχήματα, φυσικές καταστροφές, πρωτοφανή εγκλήματα, ενώ στον οικονομικό τομέα το βασικό πρόβλημα είναι η ακρίβεια που συντηρείται από τα δεδομένα της αγοράς και τους υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ.
Ο διεθνής απολογισμός βαραίνει από την ένταση των γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων, καθώς στο ήδη ανοιχτό πολεμικό μέτωπο της Ρωσίας με την Ουκρανία προστέθηκε και εκείνο της Μέσης Ανατολής με την πολεμική επιχείρηση του Ισραήλ στη Γάζα.
Ασφαλώς και οι πολεμικές επιχειρήσεις ενισχύουν τις αβεβαιότητες για ευρύτερη ανάφλεξη και επιβαρύνουν το κλίμα στις οικονομίες, οι οποίες έχουν και τον βραχνά των υψηλών επιτοκίων.
Ευχή όλων, οι συνθήκες αυτές να μείνουν πίσω και να μη μας απασχολήσουν και το 2024.
Πληθωρισμού επιτρέποντος, το νέος έτος, οι κεντρικές τράπεζες θα μειώσουν τα επιτόκια από τα υπερβολικά επίπεδα στα οποία διαμορφώθηκαν.
Οι αγορές περιμένουν και έχουν προεξοφλήσει κατά μεγάλο μέρος την αποκλιμάκωση του κόστους του χρήματος, γεγονός που απεικονίζεται στα ομόλογα, όπου οι αποδόσεις έχουν υποχωρήσει, ενώ αντίστοιχη ώθηση θα δοθεί και στα χρηματιστήρια και στους ρυθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας.
Συγχρόνως, κάποιοι αναλυτές εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξοι ότι τα δύο πολεμικά μέτωπα δεν θα παραμείνουν ανοιχτά επί μακρόν.
Όλα αυτά τελούν υπό την αίρεση πάντα του τυχαίου και απρόβλεπτου γεγονότος, που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα.
Μέρες που είναι ωστόσο, ας δούμε το άμεσο μέλλον με αισιοδοξία, ελπίζοντας πως το δίσεκτο 2024 θα είναι καλύτερο από το δύσκολο 2023.