Η απελευθέρωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα είχε μάλλον αργήσει αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι μόνο εμείς και το Λουξεμβούργο από τα 27 κράτη-μέλη δεν δίναμε τη δυνατότητα για ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών ανώτατων ιδρυμάτων.
Το πρώτο βήμα ανακοινώθηκε και η γκρίνια δεν άργησε να έρθει, από δύο αντίπαλα στρατόπεδα: οι μεν δεν αντέχουν στην ιδέα ύπαρξης οτιδήποτε μη δημοσίου στην ανώτατη εκπαίδευση. Οι δε δεν μπορούν τα «ημίμετρα», τα θέλουν απολύτως ανεξάρτητα από κάθε κρατικό έλεγχο. Οι πρώτοι τείνουν να αυτοδιαψεύδονται από τις επιλογές τους σε προσωπικό επίπεδο (για τους ίδιους ή τα παιδιά τους). Οι δεύτεροι διαψεύδονται από την πραγματικότητα των άλλων χωρών που οι ίδιοι συνήθως επικαλούνται.
Τα στοιχεία της Eurostat αποκαλύπτουν ότι στη μεγάλη τους πλειονότητα τα μη κρατικά ΑΕΙ στην Ε.Ε. έχουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό κρατική εξάρτηση: υπάρχουν συγκεκριμένα ακαδημαϊκά κριτήρια και πλαίσιο λειτουργίας που πρέπει να τηρούνται και κρατική εποπτεία από την οποία εξαρτάται και η χρηματοδότηση.
Τα ίδια στοιχεία αποκαλύπτουν και μια άλλη αλήθεια. Ότι το 79,7% των σπουδαστών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ε.Ε. φοιτά σε δημόσια ιδρύματα και σε αυτά είναι που οι περισσότερες χώρες δίνουν τη μεγάλη έμφαση.
Σε 22 από τα 27 κράτη-μέλη τουλάχιστον τα 3/4 των φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σπουδάζουν σε δημόσια πανεπιστήμια. Και μόνο σε τρεις χώρες -Βέλγιο, Κύπρο και Λετονία- βλέπουμε τους φοιτητές να επιλέγουν στην πλειονότητά τους τα ιδιωτικά ιδρύματα.
Το ερώτημα δεν θα έπρεπε να είναι αν θέλουμε να έχουμε μη κρατικά πανεπιστήμια. Ναι, θέλουμε ως σύγχρονη χώρα όλες τις επιλογές. Το βασικό ερώτημα θα έπρεπε να είναι τι πανεπιστήμια (κρατικά και μη) θέλουμε. Και εκεί μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι θέλουμε ανώτατα ιδρύματα επαρκώς χρηματοδοτούμενα και ορθώς διοικούμενα, ώστε να μπορούν να εκπληρώνουν την κύρια αποστολή τους: την έρευνα. Και γι’ αυτό ένα νομοσχέδιο δεν φτάνει.