Το δόγμα των μεγάλων κεντρικών τραπεζών «υψηλά επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα» έχει πλέον πεθάνει. Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, έγραψε τον επικήδειο του δόγματος στη συνεδρίαση της προηγούμενης εβδομάδας. Η ΕΚΤ μπορεί να μη συμμερίστηκε τη ρητορική του, όμως ο χρόνος έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα. Εκτός απροόπτου και ανατροπών, το 2024 θα αποτελέσει έτος καμπής της νομισματικής πολιτικής, κάτι το οποίο έχουν προεξοφλήσει στο έπακρο οι αγορές κρατικών ομολόγων.
Ενώ όμως επικρατεί κλίμα άκρατης ευφορίας -οι περισσότερες κατηγορίες ενεργητικού κινούνται σαν να ξεπεράστηκαν μεμιάς όλα τα προβλήματα-, είναι υπερβολικά αισιόδοξο να περιμένουμε άψογο αποπληθωρισμό χωρίς συχνές καμπές της αγοράς, όπως εκτιμά η UBS. Άλλωστε, η ίδια περιέγραψε το 2023 ως «έτος των καμπυλών» υπό την έννοια ότι υπήρξαν πολλά σημεία καμπής στις χρηματοοικονομικές αγορές και αναμένει κάτι αντίστοιχο και για το 2024.
Πέρα από την ταχεία αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, έχουν αυξηθεί τον τελευταίο καιρό και οι «σιωπηρές» πιθανότητες ύφεσης. Ο Πάουελ διαμήνυσε ότι οι όποιες επιτοκιακές μειώσεις του 2024 δεν θα αποτελέσουν ένδειξη εξασθένησης της οικονομίας, αλλά ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής. Όμως, όπως σημείωσε η UBS, εν τέλει οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές εξαρτώνται από έναν «αγώνα δρόμου προς τον πάτο» μεταξύ ανάπτυξης και πληθωρισμού. Άρα το 2024 θα είναι σημείο καμπής και για την οικονομία. Αλλά τι σημαίνει ακριβώς αυτό; Σημείο καμπής από την ανάπτυξη στην ύφεση ή από την ισχυρή ανάπτυξη σε επιβράδυνση; Σε όλα αυτά θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και κάποιοι κίνδυνοι. Το ποσό του εταιρικού χρέους που λήγει στις ΗΠΑ πρόκειται να διπλασιαστεί τα επόμενα δύο χρόνια σε περίπου 1 τρισ. δολάρια το 2025 και να τριπλασιαστεί στην Ευρωζώνη σε άνω των 400 δισ. δολαρίων. Μπαίνει, δε, ξανά σε ρότα η δημοσιονομική εξυγίανση με νέους ή τους παλαιούς, προσωρινά, κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας με κατάργηση των ενεργειακών μέτρων στήριξης. Χωρίς η γεωπολιτική να έχει «πει την τελευταία λέξη της».