Διατυπώνεται συχνά πυκνά η άποψη ότι στην οργανωμένη λιανική επικρατεί εντονότατος ανταγωνισμός και ότι τα περιθώρια κέρδους των αλυσίδων διαμορφώνονται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Άποψη η οποία εν πολλοίς αφήνει να εννοηθεί ότι η ακρίβεια δεν οφείλεται στα σούπερ μάρκετ.
Κατανοητό, ωστόσο όχι απόλυτα αποδεκτό εφόσον λάβουμε υπόψη μας τον «άγραφο» κανόνα του εμπορίου, σύμφωνα με τον οποίο όποιος ελέγχει τα δίκτυα ελέγχει και την αγορά, οπότε όποιος ελέγχει την αγορά, δεν μπορεί να θέτει εαυτόν εκτός για όλα τα κακώς κείμενα.
Αφήστε που υπάρχει και ένας ακόμη κανόνας, αυτός της προσφοράς και της ζήτησης. Όταν λοιπόν η ζήτηση παραμένει οριακά αυξημένη, ενώ οι σωρευτικές ανατιμήσεις στα είδη καθημερινής ανάγκης υπολογίζονται στο 30% για τα τελευταία δυόμισι χρόνια, ποιος ο λόγος να μειωθούν οι τιμές;
Όσο κι αν ακούγεται σκληρό ή άδικο, κρίνοντας με όρους αγοράς, η πορεία των τιμών στα αγαθά καθημερινής ανάγκης δεν μπορεί παρά να διατηρείται ανοδική.
Για τους πολιτικούς η κατάσταση έχει κυριολεκτικά ξεφύγει, ενώ για τον μέσο πολίτη η εικόνα είναι ξεκάθαρη: Καλείται και πάλι να πληρώσει τα… σπασμένα.
Μόνο που τα στοιχεία δείχνουν ότι προσέρχεται στις σάλες των σούπερ μάρκετ με διάθεση να καταναλώσει τα ίδια ή και περισσότερα. Ταυτόχρονα διαμαρτύρεται για το υψηλό κόστος διαβίωσης. Προφανώς δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι και ο ίδιος συμμέτοχος στη διαμόρφωση των τιμών.
Μεγάλη η ευθύνη της πολιτείας που άφησε ανεκπαίδευτο τον καταναλωτή, αναλφάβητο στα θέματα συναλλαγών, ανήμπορο να αντιδράσει ορθά.
Η αγνωμοσύνη του αυτή δεν μπορεί παρά να είναι «βούτυρο στο ψωμί» της αγοράς.