Το στοίχημα της επενδυτικής βαθμίδας κερδήθηκε, η μνημονιακή περιπέτεια έκλεισε οριστικά και η νέα εποχή της ανάπτυξης -θεωρητικά- έρχεται. Δεν έρχεται όμως για όλους. Ούτε έρχεται με όρους δυναμικούς και βιώσιμους όσο το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο παραμένει βασισμένο στη φθηνή εργασία.
Οι Έλληνες εργαζόμενοι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, είχαν το 2022 μέσο ετήσιο μικτό μισθό 16.000 ευρώ και βρίσκονταν στην 24η θέση μεταξύ των 27 της Ε.E. Βρίσκονταν επίσης στο μισό επίπεδο αποδοχών του μέσου όρου της Ε.Ε. (32.300 ευρώ) και στην τελευταία θέση των χωρών της Ευρωζώνης, όπου ο μέσος ετήσιος μισθός ήταν 35.200 ευρώ. Ήταν, ακόμη, οι μοναδικοί εργαζόμενοι στην Ευρώπη που οι μισθοί τους παρέμεναν χαμηλότεροι σε σχέση με τα προ δεκαετίας επίπεδα – ακόμη και της πρώτης φάσης των μνημονίων.
Σε όρους αγοραστικής δύναμης αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι βρίσκονται μόλις στο 57% του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ήτοι είναι ανάμεσα στους φτωχότερους της Ευρώπης, ξεπερνώντας μόνον χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία. Σε εποχή ιστορικής πληθωριστικής κρίσης, που απομειώνει ακόμη περισσότερο τα πραγματικά εισοδήματα, έχει ενδιαφέρον ότι η τάση αυτή δεν αναστράφηκε ούτε με τις μισθολογικές αυξήσεις της τελευταίας διετίας. Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι εντελώς αντίστροφη είναι η τάση στα κέρδη των επιχειρήσεων. Η δυσαναλογία, μάλιστα, μισθών – κερδών εντείνεται αντί να εξισορροπεί τα τελευταία χρόνια, όπως δείχνει η έρευνα του ινστιτούτου ΕΝΑ για τη «Διανομή του εγχώριου εισοδήματος».
Σύμφωνα με την έρευνα, την τελευταία πενταετία καταγράφεται σημαντική αύξηση του μεριδίου των κερδών (επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων) σε βάρος του μεριδίου της μισθωτής εργασίας. Από το 2019 έως το 2023 οι μισθοί έχουν χάσει τρεις μονάδες ΑΕΠ και τα κέρδη έχουν ανέβει κατά πέντε μονάδες ΑΕΠ.
Το πρόβλημα δεν είναι ιδεολογικό, ούτε μόνο κοινωνικό. Είναι και βαθιά οικονομικό. Η φθηνή μισθωτή εργασία, με την αρωγή του πληθωρισμού, μπορεί να ανεβάζει τα περιθώρια κέρδους αλλά υποσκάπτει τις προοπτικές της ανάπτυξης. Τροφοδοτεί αντί να ανακόψει το brain drain, χαμηλώνει ακόμη περισσότερο τον πήχη της παραγωγικότητας, αποκλείει την οικονομία από την καινοτομία και φέρνει επενδύσεις χαμηλής ποιότητας. Μακροπρόθεσμα, δε, υπονομεύει κι αυτή καθαυτή τη συνθήκη της σταθερότητας, φτιάχνοντας μαγιά κοινωνικής οργής…