Τι μας λένε οι αριθμοί για το εργατικό δυναμικό της χώρας; Γηράσκει ταχύτατα, δεν αγαπά καθόλου τη χειρωνακτική εργασία, έχει υψηλό σχετικά μορφωτικό επίπεδο, αλλά σταματά στο πτυχίο. Η κατάρτιση αφού μπει στην αγορά εργασίας, δεν είναι στις προτεραιότητές του.
Η συμμετοχή των ενηλίκων σε προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ελλάδα είναι μόλις 3,5% σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, που αφορούν το 2022. Πρόκειται για το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. των 27, ύστερα από εκείνο της Βουλγαρίας (1,7%). Στη Σουηδία υπερβαίνει το 36%, στη Δανία και την Ολλανδία είναι άνω από 26% και ο μέσος όρος στην Ένωση διαμορφώνεται στο 11,9%.
Με λίγα λόγια, οι Έλληνες έχουν γυρίσει την πλάτη στη δια βίου εκπαίδευση. Αν επιχειρήσει κανείς μία αναζήτηση στο διαδίκτυο, θα βρει δεκάδες άρθρα για την αξία της, δεκάδες προειδοποιήσεις για το πώς η είσοδος των νέων τεχνολογιών στη ζωή μας απαιτεί ένα διαρκές reskilling και upskilling. Καταλαβαίνουμε όλοι λοιπόν πόσο σημαντικό είναι να συνηθίσουμε να είμαστε «αιώνιοι μαθητές». Γιατί το αποφεύγουμε;
Στο Οικονομικό Συνέδριο της Ναυτεμπορικής δόθηκαν δύο διαφορετικές απαντήσεις. Ο υπουργός Εργασίας, Άδωνις Γεωργιάδης, τόνισε πως δεν υπάρχει στο ελληνικό επιχειρείν κουλτούρα εκπαίδευσης προσωπικού. Οι εργοδότες θεωρούν βάρος παρά κέρδος το να φροντίσουν για την κατάρτιση του δυναμικού τους. Αν μπορεί ο εργαζόμενος να το κάνει με δικά του λεφτά, εκτός ωραρίου, έχει καλώς…
Η Ιουλία Τσέτη, Επίτιμη Δρ. Φαρμακευτικής στο ΕΚΠΑ και CEO του ομίλου φαρμακευτικών επιχειρήσεων Τσέτη, έδωσε ωστόσο και μία άλλη εκδοχή. «Το θέμα είναι να πείσεις τον εργαζόμενό σου να μπορέσει να δεχθεί τη δια βίου μάθηση χωρίς να θεωρήσει εκείνος ότι είναι εις βάρος της ποιότητας ζωής του. Εκεί είναι ένα θέμα που εγώ προσωπικά το σέβομαι. Δεν μπορείς τον άλλον να τον απασχολήσεις παραπάνω και ειδικά στην Αθήνα».
Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Ούτε οι επιχειρήσεις στην πλειονότητά τους θέλουν να αναλάβουν εκείνες την υποχρέωση ούτε οι εργαζόμενοι έχουν τις συνθήκες που χρειάζονται για να βρουν τον χρόνο και τις δυνάμεις.
Και το δεύτερο ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό για τις γυναίκες. Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, είπε κάτι στο οποίο δύσκολα κανείς θα διαφωνήσει. «Είναι ειδικά για τις γυναίκες ένα κλειδί που το έχουμε χάσει, δεν είναι μόνο οικονομικό το θέμα, είναι πρωτίστως κοινωνικό. Βάζουμε εκ των πραγμάτων ως ελληνική κοινωνία τις γυναίκες μπροστά σε διλήμματα που δεν θα έπρεπε. Τους φορτώνουμε τη φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων». Όσο για τις απολαβές τους; Ο μέσος μισθός των γυναικών στη χώρα μας είναι κατά 13% χαμηλότερος σε σχέση με εκείνον των ανδρών σύμφωνα με έρευνα του ΣΕΒ.
Από αυτές τις γυναίκες, που «τα κάνουν όλα και συμφέρουν», είναι δύσκολο να περιμένουμε ταυτόχρονα να θέλουν να κάτσουν πάλι και στα… θρανία για να ανταποκριθούν στις συνεχώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.