Το προσκλητήριο που απηύθυνε ο Έλληνας πρωθυπουργός προς τα μεγαλύτερα funds του πλανήτη για να επενδύσουν στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του διήμερου roadshow που διοργάνωσε το Ελληνικό Χρηματιστήριο, σε συνεργασία με τη Morgan Stanley, στο Λονδίνο, δεν έγινε σε ένα συνηθισμένο roadshow. Σε αυτό το roadshow οι ελληνικές επιχειρήσεις προσήλθαν έχοντας φρέσκια την απόφαση των οίκων αξιολόγησης να αναβαθμίσουν την οικονομία στην επενδυτική βαθμίδα. Όπερ σημαίνει νέου είδους κεφάλαια, μεγαλύτερης διάρκειας, διαθέσιμα για τη χώρα μας.
Είναι σαφές πως οι ξένοι επενδυτές έχουν αρχίσει να βλέπουν διαφορετικά την οικονομία και τις επιχειρήσεις μας και οι πρώτες τέτοιες τοποθετήσεις είναι ήδη γεγονός (UniCredit στην Alpha Bank, διάθεση του 22% της Εθνικής, εκδόσεις ομολόγων MREL από τις τράπεζες). Όμως, θα απαιτηθεί πολλή προσπάθεια ακόμη για να καθιερωθούμε ως ελκυστικός επενδυτικός προορισμός σε μακροχρόνια βάση. Η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να γίνει και από την κυβέρνηση, και από τις επιχειρήσεις.
Χρόνια περιμέναμε πότε η ελληνική οικονομία θα επέστρεφε στα προ μνημονίων επίπεδα. Και όπως όλα δείχνουν, από φέτος, και σίγουρα το 2024, πολλοί οικονομικοί δείκτες θα βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008. Το ερώτημα είναι πόσο έχουν αλλάξει η οικονομία και οι επιχειρήσεις από τότε μέχρι σήμερα. Και πόσο προετοιμασμένοι είναι και οι δύο για τις προκλήσεις του μέλλοντος.
Είναι ενθαρρυντικό πως ο πρωθυπουργός, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, διατυμπανίζει την απόφασή του να προχωρήσει με επιθετική ατζέντα στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν τη χώρα. Την ίδια ώρα, οι επιχειρήσεις διατηρούν ισχυρή κερδοφορία, επιβραβεύοντας τους μετόχους με υψηλά μερίσματα και πραγματοποιώντας επενδύσεις, εκμεταλλευόμενες τη διαθέσιμη χρηματοδότηση κυρίως του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όμως, όπως ιστορικά συμβαίνει, πρέπει οι μεταρρυθμίσεις να υιοθετούνται και από την κοινωνία. Ειδάλλως, αποτυγχάνουν. Επιστρέφουμε, λοιπόν, σε μια παλιά ανάγκη: τη συναίνεση, κοινωνική και πολιτική.