«Επειδή όλα τα μαθαίνουμε κατά κανόνα από την εύκολη μεριά τους, τελικά η σχέση με τη ζωή υποκύπτει σε φτηνές συμφωνίες με τη συνήθεια, η οποία είναι τετραπέρατη μεν, αλλά μοιάζει με τυφλοσούρτη ο οποίος ευνοεί μονίμως την ήσσονα προσπάθεια».
Έτσι τα μαθαίνουμε, έτσι τα γιορτάζουμε. Σαν από υποχρέωση συλλαβίζουμε συνθήματα και μηνύματα. Για την ανάμνηση ενός ορόσημου ή τη λήθη του, έτσι όπως το ανακατασκευάζουμε, σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες μας;
Καλά, δεν μιλούμε γι’ αυτούς που σπεύδουν στην απομυθοποίηση έως την απαξίωση, είτε για ιδεολογικούς λόγους είτε από αμηχανία και καχυποψία για τη συνέχεια της Ιστορίας. Δεν μιλούμε ούτε γι’ αυτούς που στήνουν ένα εναλλακτικό παρελθόν, ώστε να νιώσουν λιγάκι αντιστασιακοί ή οικειοποιούνται την αυθόρμητη φοιτητική εξέγερση από τη 14η Νοεμβρίου 1973, που αρχίζει η κατάληψη, μέχρι τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή της 17ης Νοεμβρίου, που τα τανκς θα σπάσουν την πόρτα.
Έτσι τα μαθαίνουμε, έτσι τα γιορτάζουμε. Πενήντα χρόνια «Πολυτεχνείο». Έχω ζήσει τόσα, ωστόσο, νιώθω μικρότερη από εκείνους τους φοιτητές. Μόνο έτσι μπορώ να μάθω. Από μικρό μαθαίνεις. Από τον 10χρονο Οδυσσέα, που πήγε στη σχολική γιορτή και μετά μας χάρισε στο γραφείο τι του έμεινε σε μια κόλλα χαρτί. Ήσυχα κι απλά.
«Το Πολυτεχνείο είναι ένα κτήριο το οποίο γιορτάζουμε όταν μας κήρηξε η Χούντα και χάσαμε την ελευθερία μας. Η Χούντα μας κήρηξε πόλεμο».
Αυτό ήταν το Πολυτεχνείο. Μία ανορθογραφία στην επταετία, η πιο γοητευτική ανορθογραφία. Αυτό έκανε η χούντα, «κήρηξε πόλεμο» στους πολίτες. Με «ήτα», δύο γραμμές όρθιες να κοιτιούνται και μία μικρή στη μέση. Η μικρή ήταν το «Πολυτεχνείο», που σηκώνει, όμως, όλο το βάρος να μιλήσει για έναν λαό, που η πλειονότητά του ήταν απούσα.