Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Η ρήση αυτή των προγόνων μας βρίσκει την τέλεια ανταπόκριση στη μεταστροφή μιας παγιωμένης αντίληψης στη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου κάθε χώρα θα πρέπει να λύνει τα προβλήματά της μόνη της και ταυτόχρονα να ακολουθεί και τους σκληρούς και άκαμπτους δημοσιονομικούς κανόνες που επιβάλλει η εφαρμογή του Δημοσιονομικού Συμφώνου στη νεότερη και αυστηρότερη του έκδοση του 2012, μια εποχή όπου οι 24 από τις 27 χώρες της ΕΕ είχαν ενταχθεί σε καθεστώς υπερβολικού ελλείμματος. Μάλιστα για να μην υπάρχουν παρεκκλίσεις απαιτούσε και την εισαγωγή συνταγματικής ή ισοδύναμης νομοθετικής διάταξης σε εθνικό επίπεδο, στην ουσία δηλαδή απαγόρευε την άσκηση οποιουδήποτε άλλου μείγματος οικονομικής πολιτικής, αναγκαίου για τη ρύθμιση ή την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας με κρατική παρέμβαση. Εφεξής κάθε χώρα που παρουσίαζε δημοσιονομικά προβλήματα θα έπρεπε υποχρεωτικά να εφαρμόσει πολιτικές λιτότητας, με ότι αυτό συνεπάγεται για την πορεία της οικονομίας και για τις τύχες των ευάλωτων πολιτών.
Μετά την πανδημία όμως όλα άλλαξαν. Η ΕΚΤ τροφοδότησε τις οικονομίες με ρευστότητα, ακόμη και την Ελλάδα που δεν πληρούσε τα κριτήρια και σταθεροποίησε τις αγορές κρατικών ομολόγων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης εκτός ισχύος μέχρι και το 2023, με την προτροπή τα κράτη να στηρίξουν με αυξημένες δαπάνες νοικοκυριά και επιχειρήσεις να ξεπεράσουν την κρίση. Φρόντισε δε επιπρόσθετα με το χτίσιμο, μέσω ευρωπαϊκού δανεισμού από τις αγορές, ενός πακέτου 700 δις Ευρώ, ώστε να διασφαλιστεί η ανάκαμψη των οικονομιών.
Οι αγκυλώσεις και τα αδιέξοδά του
Είναι πασιφανές, ότι στην προσπάθειά τους τα όργανα της Κοινότητας να διασφαλίσουν ρυθμιστικούς κανόνες της δημοσιονομικής πολιτικής για τα κράτη μέλη, που να διασφαλίζουν την οικονομική συνοχή και να προστατεύουν τη σταθερότητα του κοινού μας νομίσματος, μέσω του Δημοσιονομικού Συμφώνου, κυρίως μετά τις αλυσιδωτές κρίσεις που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια απέτυχε παταγωδώς. Ότι αυτές οι ρυθμίσεις θα δημιουργούσαν προβλήματα αντί να λύνουν, όταν η οικονομική λιακάδα αποχωρήσει και αφήσει τη θέση της στις καταιγίδες των αλλεπάλληλων κρίσεων, είχαμε πολύ νωρίς επισημάνει (Κριτική προσέγγιση του Φρένου Χρέους: Ημερίδα στη Βουλή 9/2/2015) όπως επίσης και την ανάγκη για ριζική μεταρρύθμιση του περιεχομένου της, αφού η πλήρης κατάργηση εκ των πραγμάτων αποκλείεται (Ναυτεμπορική 28/9/2021: Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο βλάπτει σοβαρά τις οικονομίες). Τόσο για θεωρητικούς λόγους, αλλά όπως αποδείχθηκε, και για την αδυναμία άσκησης πρακτικής οικονομικής πολιτικής.
Σε μια εποχή μάλιστα, όπου στην Ευρωζώνη η νομισματική πολιτική έχει μεταφερθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), συνεπώς δεν υφίσταται ως εργαλείο για τις επιμέρους χώρες, η δημοσιονομική πολιτική, τόσο για τη ρύθμιση όσο και για την τόνωση της οικονομίας, αποκτά για τις χώρες ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Επειδή δε η ΕΚΤ προσανατολίζει την επιτοκιακή της πολιτική στην πορεία του μέσου όρου των μεγεθών της Ζώνης, αντί να επιδρά αντικυκλικά για να λύσει προβλήματα λειτουργεί ενίοτε προκυκλικά για κάποιες χώρες επιδεινώνοντας την κατάσταση. Έτσι, η εφαρμογή οριζόντια ενός αυστηρού συμφώνου, αφαιρεί τη δυνατότητα από τις χώρες να ενεργήσουν με δημοσιονομικά μέτρα αντικυκλικά ώστε να μειώσουν για παράδειγμα τη διάρκεια της καθόδου στον οικονομικό κύκλο, κάτι που έχει μεγάλη σημασία για τη σταθερότητα και του νομισματικού μας συστήματος.
Άλλωστε απεδείχθη και κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης, όπως γενικότερα σε περιόδους κρίσης, ότι η νομισματική πολιτική για να είναι αποτελεσματική πρέπει να συνοδεύεται και από στοχευμένα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, αφού η αποκλειστική της χρήση έχει περιορισμένες δυνατότητες. Αντίθετα, η δημοσιονομική πολιτική έχει αποδειχθεί εμπειρικά αποτελεσματικότερη. Τέλος, οι απαιτήσεις της νέας εποχής για δημόσιες επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη καθώς και για τη διενέργεια δημοσίων επενδύσεων σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία, η ψηφιακή οικονομία, η κλιματική και ενεργειακή μετάβαση, αποτελούν sine qua non για την αποτελεσματική συμμετοχή στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Συνεπώς, τόσο η συμβολή του κράτους στη διαμόρφωση της νέας πραγματικότητας, όσο και ο εξοπλισμός του με εργαλεία ικανά να φέρουν εις πέρας την αποστολή του είναι πιο αναγκαία από ποτέ.
Οι επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις του Συμφώνου
Για να αξιολογήσει κανείς τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις που έχει καταθέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό το βάρος της ανεπάρκειας του Συμφώνου και των νέων αναγκών που έχουν προκύψει, θα πρέπει να οριοθετήσει τις κατευθύνσεις που στοχεύουν οι προτεινόμενες αλλαγές.
Πρώτον, η εξυπηρέτηση ενός χρέους που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, όπως αυθαίρετα χωρίς καμία θεωρητική ή εμπειρική τεκμηρίωση έχει θεσπισθεί στα κριτήρια του Maastricht, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη δυνατότητα εξυπηρετησιμότητας για την κάθε χώρα. Ιδιαίτερα σήμερα, όπου το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, από την εποχή που καθιερώθηκε το κριτήριο, τα δε υψηλότερα επιτόκια δυσχεραίνουν έτι περαιτέρω την εξυπηρετησιμότητα, θα πρέπει κατά περίπτωση να επιλεγούν λύσεις, ώστε η βιωσιμότητα να επιτυγχάνεται χωρίς βέβαια την επιστροφή στις αδιέξοδες πρακτικές της σκληρής λιτότητας. Απαιτείται συνεπώς μεγαλύτερη ευελιξία στην εφαρμογή των μέτρων αποκλιμάκωσης του χρέους. Πόσο μάλλον, αφού από καμία μελέτη δεν προκύπτει, ότι το 60% αποτελεί κρίσιμο μέγεθος για το χρέος. Ομοίως, είναι αναγκαία η προσαρμογή του άλλου δεσμευτικού μεγέθους που αφορά στο ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος, το περίφημο 3%, όπου θα πρέπει να λαμβάνεται ως βάση για το όποιο ύψος αποφασιστεί να αφορά όχι σε ετήσια βάση αλλά σε μεσοπρόθεσμη, η οποία θα διευκολύνει την εξισορρόπηση των προϋπολογισμών.
Δεύτερον, η αλλαγή εποχής, η οποία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, απαιτεί μια διαφορετική αντιμετώπιση δαπανών που προάγουν την οικονομία σε πολλούς κρίσιμους τομείς. Οι επενδυτικές δαπάνες για συγκεκριμένες κατηγορίες, όπως είναι η ψηφιακή μετάβαση, η κλιματική αλλαγή, η ενεργειακή προσαρμογή, αλλά και οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες για χώρες όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να εξαιρεθούν από το έλλειμμα. Αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη ευελιξία, ώστε και υπερχρεωμένες χώρες να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις νέες αναγκαιότητες. Σε αντίθετη περίπτωση, μιας εμμονής σε αυστηρούς οριζόντιους ποσοτικούς κανόνες, θα απαιτηθούν περικοπές με ότι αυτό συνεπάγεται για τη μελλοντική εξέλιξη των οικονομιών.
Θετικές οι συμβιβαστικές προτάσεις της Επιτροπής
Η προσπάθεια για μεταρρύθμιση του Συμφώνου έφερε στην επιφάνεια παλιές ιδεολογικές αντιθέσεις γύρω από το θέμα. Έτσι, μια σειρά από χώρες, με οδηγό τη Γερμανία, θεωρούν ότι το πρόβλημα της υπερχρέωσης μπορεί να λυθεί μόνο με αυστηρούς κανόνες, ποσοτικά προσδιορισμένους και σταθερούς καθώς και αυστηρές ποινές για τους παραβάτες. Η εξυγίανση προϋποθέτει πολιτική βούληση και αν δεν υπάρχει θα πρέπει να επιβληθεί με αυστηρές και επώδυνες κυρώσεις.
Στον αντίποδα χώρες που υποστηρίζουν μεγαλύτερη ευελιξία, όπως η Γαλλία και οι υπόλοιπες μεσογειακές, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, θεωρούν ότι οι αυστηροί κανόνες που οδηγούν σε περικοπές, περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα, αυξάνουν την ανεργία και συνακόλουθα τα έσοδα του κράτους. Έτσι, μειώνονται και οι δυνατότητες εξυπηρέτησης του χρέους, το οποίο αντί να περιορίζεται διευρύνεται.
Η ισπανική προεδρία της Ε.Ε. καταβάλλει προσπάθειες, με βάση τις προτάσεις της Επιτροπής, για μια λύση, η οποία να περιέχει στοιχεία και από τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις. Καταρχάς παρέχει στις χώρες περισσότερο χρόνο για την αποδόμηση του χρέους, διευκολύνει τη σταδιακή προσαρμογή, αλλά ταυτόχρονα επιβάλλει μεγαλύτερη διαφάνεια και συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Αυτές δεν βασίζονται πλέον αποκλειστικά στα γνωστά κριτήρια του Μάαστριχτ, αλλά στα γενικότερα μακροοικονομικά μεγέθη μιας χώρας, τα οποία καταδεικνύουν και τις πραγματικές δυνατότητές της για να ανταποκριθεί και να είναι συνεπής προς τις δεσμεύσεις της. Η βασικότερη πρόβλεψη αναφέρεται στην υποβολή εκ μέρους των χωρών, μεσοπρόθεσμου προγράμματος 4-7 ετών, στο οποίο ορίζονται ανώτατα όρια για τις κρατικές δαπάνες. Πιθανές υπερβάσεις θα έχουν να αντιμετωπίσουν αυστηρές οικονομικές κυρώσεις.
Η Επιτροπή ταυτόχρονα αναγνωρίζει την ανάγκη για σταδιακή αύξηση των επενδύσεων σε συνδυασμό με τη διενέργεια ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων. Η χωρίς αποκλεισμούς πράσινη μετάβαση, η ψηφιακή προσαρμογή, η οικονομική ανθεκτικότητα είναι ανάγκη να προωθηθούν, μέσω δημοσίων επενδύσεων, για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η πιστή εφαρμογή των προγραμμάτων στο πλαίσιο του χρονοδιαγράμματος, σε συνεργασία με τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες, θα διευκολύνει την εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ οι καθυστερήσεις μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή συντόμευσης της διαδικασίας εξυπηρέτησης.
Τελικά, παρότι απομένουν μόλις μερικές εβδομάδες πριν τη λήξη της εντολής για κλείσιμο της συμφωνίας πριν την 31.12.2023, οι διαβουλεύσεις συνεχίζονται, χωρίς να διαφαίνεται διέξοδος, κάτι που σημαίνει ότι την 1.1.2024 θα εφαρμοστεί το Σύμφωνο Σταθερότητας με τις αυστηρές του προβλέψεις. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα βυθίσει τις οικονομίες σε ύφεση περιορίζοντας τις όποιες αναπτυξιακές προοπτικές, σε ένα περιβάλλον μάλιστα σταδιακής μείωσης της ρευστότητας και απότομης ανόδου των επιτοκίων. Προς αυτήν την κατεύθυνση παραπέμπουν και οι ενέργειες του Υπουργού οικονομικών της Γερμανίας κ. Lindner, ο οποίος την περασμένη εβδομάδα κατέθεσε προϋπολογισμό μηδενικού ελλείμματος για το 2024. Αυτό, παρότι ο συνάδελφός του υπουργός ανάπτυξης κ. Habeck, έχει ταχθεί υπέρ της μεταρρύθμισης των δημοσιονομικών κανόνων, συμμεριζόμενος σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες της Επιτροπής και των χωρών της Νοτίου Ευρώπης.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς