«Διαψεύδω κατηγορηματικά ότι επικοινώνησε μαζί μου χθες ο κ. Κασσελάκης. Δεν θα επιτρέψω να παίζονται παιχνίδια στο όνομά μου και μάλιστα επί προσωπικού» διεμήνυσε η Έφη Αχτσιόγλου. «Δεν χρειάζονται διαψεύσεις όταν υπάρχει η κλήση στις 11:32. Μπορεί να μην το άκουσε ή να ήταν αφόρτιστο το κινητό» απάντησε ο Στέφανος Κασσελάκης. Και κάπως έτσι αντί στα διαδικτυακά «καφενεία» να συζητάμε για τις πολιτικές διαφορές, βάλαμε να ακούσουμε… Παπαρίζου.
Η νέα αυτή κόντρα ανάμεσα στον νεοκλεγέντα πρόεδρο και ένα κορυφαίο στέλεχος που διεκδίκησε την ηγεσία του κόμματος για μία αναπάντητη κλήση είναι ενδεικτική όχι απλά του επιπέδου, στο οποίο έχει κατρακυλήσει η σύγκρουση, αλλά της απόλυτης αδυναμίας επικοινωνίας και της επιλογής των αντίπαλων στρατοπέδων του ΣΥΡΙΖΑ να προσποιούνται ότι δεν «βλέπουν» και δεν «ακούν», πού πάνε τα πράγματα.
Ας δούμε λίγο πώς φτάσαμε έως εδώ. Ο Στέφανος Κασσελάκης με μία εκστρατεία – αστραπή, που στηρίχθηκε στην αριστοτεχνική χρήση των social media, με γενικόλογες πολιτικές διακηρύξεις (που θα μπορούσαν να ταιριάξουν με μικρές προσαρμογές σε όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου), χωρίς καμία κομματική προϋπηρεσία (κάτι που φάνηκε να πιστώνεται ως θετικό στοιχείο και όχι ως μειονέκτημα), αλλά και άγνωστος στον χώρο της πολιτικής και της κεντροαριστεράς, κέρδισε τις εσωκομματικές εκλογές.
Ήταν μία σαρωτική νίκη, που περιγράψαμε ως «επιθετική εξαγορά», αφού ένας άγνωστος παίχτης από το πουθενά ερχόνταν να αποκτήσει ένα εμφανώς πληγωμένο, αλλά αναγνωρίσιμο brand με σημαντική άυλη αξία.
Επικράτησε με άνεση έναντι έμπειρων πολιτικών αντιπάλων, αλλά δεν «έκλεψε» τη νίκη. Ακολουθήθηκε μία δημοκρατική διαδικασία και οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε αυτήν είπαν ξεκάθαρα ποιος θέλουν να είναι ο επόμενος αρχηγός του κόμματος. Η σφοδρότητα της κριτικής που δέχθηκε την επομένη της εκλογής και οι βαρύτατοι χαρακτηρισμοί αποκαλύπτουν το μέγεθος του σοκ μεγάλης μερίδας των στελεχών του κόμματος, που όμως δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνονται ότι φέρουν σημαντική ευθύνη για το αποτέλεσμα τόσο των εθνικών όσο και των εσωκομματικών εκλογών.
Είναι σαφές ότι πολλά στελέχη δεν κατανόησαν, ούτε σεβάστηκαν το αποτέλεσμα της εσωκομματικής κάλπης.
Εξίσου σαφές όμως είναι από τις επιλογές του κ. Κασσελάκη για τους στενούς συνεργάτες του ότι και ο ίδιος δεν άκουσε την εντολή του «άλλαξέ τα όλα», που μας είπε ότι έλαβε.
Φάνηκε δε να αγνοεί ή εσκεμμένα να θέλει να παρακάμψει το καταστατικό και τις διαδικασίες του κόμματος, ανακοινώνοντας σε «παπανδρεϊκό» στυλ άλλης εποχής ότι όσοι τον αμφισβητούν «θέτουν εαυτόν εκτός κόμματος» και κατέληξε να προκαλεί τη δυσφορία ακόμη και προσώπων από το περιβάλλον του Αλέξη Τσίπρα, που τον είχαν στηρίξει, με πρόταση για εσωκομματικά δημοψηφίσματα.
Θα μπορούσαν όλα να έχουν εξελιχθεί με μεγαλύτερη σοβαρότητα και πολύ πιο ομαλά. Το ποιοι θα έφευγαν και ποιοι θα έμεναν ήταν λίγο πολύ γνωστό.
Δεν είναι οι προαναγγελθείσες αποχωρήσεις από «τάσεις» και στελέχη που εδώ και καιρό έχουν επιλέξει άλλο δρόμο αυτές που εκπλήσσουν ή που κάνουν ζημιά στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν περίμενε κανείς να δει τον Σκουρλέτη, τον Τζουμάκα ή ακόμη και τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, μετά από τα όσα είχαν πει, να μένουν. Ούτε πίστευε πραγματικά κανείς ότι θα έχουν οι συγκεκριμένες απουσίες ιδιαίτερο αντίκτυπο στα δημοσκοπικά ποσοστά. Είναι όλα τα υπόλοιπα που εξελίσσονται με φόντο τις αποχωρήσεις, αυτά που δημιουργούν την εικόνα παρακμής.
Είναι κρίμα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μετατρέπεται σε πλατφόρμα παραγωγής σοσιαλμιντιακού χαρακτήρα αντιπαραθέσεων, που γεννούν περισσότερα memes από ό,τι πολιτικές ιδέες και προτάσεις. Είναι κρίμα η χώρα να μην έχει αντιπολίτευση. Γιατί έτσι καταλήγει η κοινωνία στις εκλογές, να κατεβάζει το ακουστικό.