Η χρονιά τελειώνει σε 8 εβδομάδες και το αδιέξοδο για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας συνεχίζεται. Την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον περασμένο Απρίλιο για μια πιο ευέλικτη πολιτική προσαρμογής ανά χώρα, ακολούθησε μια γερμανική αντιπρόταση και πρόσφατα μια ισπανική απόπειρα διαμεσολάβησης που δεν φαίνεται να γίνεται ακόμη αποδεκτή, ούτε στο σημερινό Ecofin.
Αν δεν βρεθεί μια συμβιβαστική συμφωνία μέχρι το τέλος του έτους, ο κίνδυνος είναι να επιστρέψει η ΕΕ στους προϋπάρχοντες κανόνες, πριν την εποχή του covid. Σε ένα «ζουρλομανδύα» δηλαδή, δημοσιονομικής ακαμψίας και περιορισμών, που θα διαλύσουν τα όποια όνειρα ανάκαμψης της δύσμοιρης ευρωπαικής οικονομίας.
Η Γερμανία θέλει να επιβληθεί ένας «κανόνας χρέους» για όλους, ανεξάρτητα από την κατάσταση της κάθε χώρας.
Επιμείνει εδώ και καιρό στην ανάγκη καθορισμού μιας ελάχιστης ετήσιας μείωσης του λόγου χρέους/ΑΕΠ σε χώρες που υπερβαίνουν το όριο του 60%. Μιλάμε για μείωση 1%, χαμηλότερη από αυτή που προβλέπει ο ισχύων κανόνας για το χρέος, αλλά που εξακολουθεί να είναι σκληρή. Μια πρόταση που πέρα από το γεγονός ότι θα μας ανάγκαζαν σε μεγαλύτερη λιτότητα, αλλά και αντιβαίνει στα κριτήρια της προτεινόμενης μεταρρύθμισης του Συμφώνου.
Η Γαλλία, όπως και η Ιταλία, αντιτίθενται στα γερμανικά αιτήματα για αυστηρή διόρθωση της πρότασης της Επιτροπής.
Μίνι «χρυσός κανόνας»
Η πρόταση της Ισπανικής προεδρίας στοχεύει να ικανοποιήσει τα αιτήματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, σχετικά με τον διαχωρισμό των επενδυτικών δαπανών από τον υπολογισμό του ελλείμματος. Αυτό θα ήταν ένας «μίνι-χρυσός κανόνας» σύμφωνα με τον οποίο οι επενδύσεις που καθορίζονται από ευρωπαϊκές προτεραιότητες, δηλαδή αυτές που σχετίζονται με την πράσινη μετάβαση, την ψηφιοποίηση, αλλά και τις αμυντικές δαπάνες, θα παραμείνουν σημαντικά εκτός λογαριασμών.
Σε αντάλλαγμα θα υπήρχε η προθυμία να ικανοποιηθεί, τουλάχιστον εν μέρει, το γερμανικό αίτημα για τη ρήτρα μείωσης του χρέους.
Ωστόσο οι Γερμανοί λένε και πάλι όχι, υποστηρίζοντας ότι η ισπανική πρόταση δεν δίνει τη δέουσα προσοχή στα αιτήματά τους.
Στη γερμανική αδιαλλαξία βαραίνουν βέβαια και οι εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες: ας μην ξεχνάμε ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, είναι επικεφαλής του Φιλελεύθερου Κόμματος, που πάντα ήταν πεπεισμένος υπέρ της πιο σκληρής δημοσιονομικής αυστηρότητας.
Με δεδομένη την άσχημη κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας, συζητείται και η παράταση της αναστολής των κανόνων του Συμφώνου. Αλλά αυτό θα ήταν ήττα, πρώτα και κύρια για την Κομισιόν, η οποία έχει επενδύσει σε αυτή τη μεταρρύθμιση.
Ο Επίτροπος Οικονομικών Πάολο Τζεντιλόνι έριξε την ιδέα σε περίπτωση συμφωνίας για νέους κανόνες, θα μπορούσε να εισαχθεί μια «μεταβατική περίοδος» για να βοηθήσει τις χώρες να προσαρμοστούν.
Ίσως τελικά υπάρξει συμβιβασμός για μια λύση που δεν θα αρέσει σε κανέναν.
Η υιοθέτηση δηλαδή των νέων κανόνων που θα οδηγούσε μεν σε ουσιαστική χαλάρωση των στόχων του προϋπολογισμού, αλλά το τίμημα θα ήταν η απώλεια της αυτονομίας στις οικονομικές πολιτικές των χωρών μελών.
Κάτι σαν νέα μνημόνια για τις υπερχρεωμένες χώρες δηλαδή…