Πήγε με το μουλάρι του. Ένα από τα πολλά, τα οποία επιστρατεύτηκαν από την Κρήτη, μαζί με τους άνδρες. Τον νόμιζαν νεκρό, μοίραζαν και στάρι για τον μακαρισμό, όταν επέστρεψε στο χωριό. Αυτόν ή τον αδερφό του; Δεν μιλούσε ποτέ για τα βουνά, «για τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του», για «τα τρία γράμματα που φωτίζουν την ελληνική μας τη γενιά». «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος». Τέσσερις λέξεις, στην εθνική μνήμη χαραγμένες σαν μία. Γιατί, δεν μιλά, ήταν εκεί, έζησε το θαύμα της Αλβανίας. Αυτός, μαθημένος να παλεύει με τη γη και τα ζα, δεν ξέρει από ηρωικά και πένθιμα καλά. Τι έκανες στον πόλεμο, παππού; Τι να έκανα; Το φυσικό, πολέμησα. Το φυσικό… Όπως η αναπνοή, δεν χωρεί διήγηση φοβερή, μα αν πρέπει, μ’ αρέσει απ’ τον «Απρίλη» του Τερζάκη μια σκηνή.
«”Προσοχή! Ο άνθρωπος που έρχεται από το μέτωπο”.
– Λοιπόν συνάδελφε, για πες μας! Τι γίνεται κει πάνω; […]
– Ε, τι να γίνεται… Πολεμάνε. – Χμ! πολεμάνε βέβαια. Και οι Ιταλοί; Δρόμο, ε;
– Τι δρόμο;
– Να, το βάζουνε στα πόδια θέλω να πω. Ο φανταράκος στάθηκε σκεφτικός.
– Ε, μεριές μεριές φεύγουνε κιόλας, είπε. […] – Φωνάζετε “αέρα” όταν ορμάτε στην επίθεση;
– Γιατί να φωνάζουμε;
– Έλληνες δεν είσαστε; Οι Έλληνες, όταν ορμούν στη μάχη, φωνάζουν “αέρα”!
– Μα… γίνεται, βλέπεις, τέτοιος σαματάς. Όλ- μοι, πολυβόλα, πυροβολικό… Τι να τις κάνεις τις φωνές!
– Όχι, οι Έλληνες στην επίθεση φωνάζουν “αέρα”! Είναι ωραίο! Το φανταράκι ζάρωσε ντροπιασμένο. Αυτό δεν το είχε συλλογιστεί.
– Και η επίθεση γίνεται βέβαια εφ’ όπλου λόγχη, συνεχίζει ο Μελετίου ακατάβλητος.
– Άμα είναι ανάγκη… […]
– Θα ξαναπάς στο μέτωπο;
– Θα ξαναπάω.
– Σ’ αρέσει; – …
Η παρέα των γραμματισμένων γέλασε γύρω, με νοήματα σύνθετα: πονηριά, συγκινημένη συμπάθεια, απόκρυφη περηφάνια. Σε λίγες μέρες θα τραβούσανε κι αυτοί για κει πάνω, θα βαφτίζονταν στην κολυμπήθρα των ηρώων. Φρίκη γοητευτική…».