Η ελληνική οικονομία δεν είναι πια «σκουπίδι», τα ομόλογά της αποτελούν ασφαλές επενδυτικό χαρτί και η χώρα, μαζί με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη Standard & Poor’s, ανακτά και το ευρωπαϊκό της status.
Συμβολικά, η ανάκτηση αυτή σημαίνει πολλά. Κυρίως σημαίνει το πραγματικό τέλος της εποχής των μνημονίων και των ημερών της εθνικής κατάρρευσης. Ήταν, άλλωστε, και πάλι η S&P εκείνη που είχε δώσει πρώτη το σήμα της πτώσης τον μοιραίο Ιανουάριο του 2009, για να ακολουθήσουν άλλες 33 υποβαθμίσεις απ’ όλους τους διεθνείς οίκους, δύο χρεοκοπίες και τρία μνημόνια. Πρακτικά, η ίδια ανάκτηση μπορεί να σημαίνει πολλά, μπορεί να σημαίνει και ελάχιστα. Σε όρους σύγκρισης με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα, μετά την αναβάθμιση, βρίσκεται στην ίδια κλίμακα αξιολόγησης με τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Βρίσκεται επίσης μία βαθμίδα κάτω από τη Βουλγαρία, την Ιταλία και την Κύπρο και δύο βαθμίδες χαμηλότερα από την Πορτογαλία και την Κροατία.
Οι positive thinkers μπορούν να πουν ότι τρέχουμε στο ίδιο αναπτυξιακό κύμα με την εκρηκτική Ρουμανία. Οι απαισιόδοξοι μπορούν να λένε ότι χάσαμε προ πολλού το τρένο από την, ομοίως χρεοκοπημένη, Πορτογαλία.
Σε όρους κρατικού δανεισμού επίσης, η αναβάθμιση μάλλον λίγα μπορεί να προσφέρει. Δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για ακόμη πιο ευνοϊκούς όρους εξυπηρέτησης του χρέους, όταν αυτό σε ποσοστό άνω του 60% είναι κλειδωμένο με χαριστικά επιτόκια της τάξης του 1,4%.
Μπορεί να σημαίνει, όμως, και να προσφέρει πολλά στην ιδιωτική και πραγματική οικονομία. Οι τράπεζες μπορούν να προσδοκούν βασίμως πιο ευνοϊκούς όρους και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Εξίσου βασίμως μπορούν να προσδοκούν και οι ελληνικές επιχειρήσεις αυξημένη και πιο φθηνή χρηματοδότηση. Και η πραγματική οικονομία μπορεί να προσδοκά περισσότερες και πιο ποιοτικές επενδύσεις, άρα περισσότερες θέσεις εργασίας και καλύτερους μισθούς.
Όλα αυτά, υπό την προϋπόθεση ότι η ανακήρυξη της επενδυτικής βαθμίδας σε εθνικό στόχο περιλάμβανε και ολοκληρωμένο σχέδιο: σχέδιο για το χτίσιμο μιας νέας εξωστρεφούς οικονομίας, όραμα για ένα σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο και πραγματική βούληση για μεταρρυθμίσεις.